Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Στα Άγραφα - Στα Άγραφα


Η επιθυμία μου για « όλιγοήμερο χάσιμο» σε Ελληνικά Βουνά χωρίς καθαρά και τέλεια σηματοδοτημένα μονοπάτια έτυχε θερμής υποστήριξης από τα μέλη των ΑΛΛΟΥ ΓΙΑΛΛΟΥ και έτσι με συνοπτικές και μη δημοκρατικές διαδικασίες, αποφασίστηκε η εξόρμηση σε Μπορλέρο και Πέντε Πύργους αφού πρώτα θα πέρναγα από τα μήτρια χώματα να αγναντεύσω λίγο τα αγαπημένα μου Βαρδούσια.

Σημείο συνάντησης η Καστανιά στα νότια της Λίμνης Πλαστήρα. Οι συμμετέχοντες κατέφθασαν από όλα τα σημεία του ορίζοντα και μετά από το εθιμοτυπικό τσιπουράκι σε καφενείο του χωριού και συλλογή πληροφοριών για πιθανά καταλύματα, επιλέχθηκε η λύση του πάρκου του χωριού με τη στέγαση μας εντός εκκλησίας. Βέβαια, μέχρι να εντοπίσουμε το εν λόγω πάρκο, τιμήσαμε και το σχετικό έθιμο της ονομασίας της παρέας.
Ο πάγκος της εκκλησίας αποτέλεσε το μπουφέ του δείπνου μας, που επιμελήθηκαν όλοι οι συμμετέχοντες με εξέχουσα τη συνεισφορά της Λένας και των εδεσμάτων της

Οι τολμηροί έστησαν σκηνές, συμπληρώθηκαν οι συμμετοχές με τις τελευταίες αφίξεις εξ Αθηνών και απολαύσαμε ένα ζεστό ύπνο εντός της εκκλησίας. Σπάζοντας κάθε παράδοση, την επομένη, η ομάδα είναι έτοιμη για αναχώρηση στις 09:30 και δικαίως ο Κωστής αναρωτιέται ακόμη πως δεν ήπιε ένα καφέ, όντας ξύπνιος από τις 07:00. Οι ως εκείνη την ώρα συννενοήσεις (ειδικά με τους οδηγούς των αυτοκινήτων) είχαν κάποια bugs και αυτό θα συνεχιστεί και σήμερα. Δεν εξηγείται λοιπόν γιατί όλοι ξεκινώντας το πρωί, εκτός του γιδιού – αρχηγού ακολουθήσαμε τον Κωστή με κατεύθυνση το Λαμπερό.
Αφού συνειδητοποιούμε τo λάθος μας, αναστροφή και πορεία για Μούχα – Φράγμα και διασταύρωση για παρατηρητήριο – Ζυγογιαννέικα. Αφήνουμε τα αυτοκίνητα και ξεκινάμε με τα πόδια να καλύψουμε τα πρώτα 4-5 χιλιόμετρα μέχρι τον Ελατάκο. Ο καιρός δε θα μπορούσε να είναι καλύτερος, η παγωνιά όμως κάνει αισθητή την παρουσία της. Στο δρόμο υπάρχει σημάδι για αποφυγή του μονότονου χωματόδρομου, μέσα στο πυκνό δάσος, το οποίο δεν έγινε αντιληπτό από κανέναν μας παρά μόνο κατά την επιστροφή.

Πρώτη στάση στον Ελατάκο, αφού πρώτα έχουμε βγάλει τα μπουφαν μας και απολαμβάνουμε τους πολύχρωμους σχηματισμούς των ματιναριών στο υγρό έδαφος. Συνεχίζουμε την πορεία μέσα στο δάσος, μέχρι τη μοναδική βρύση – ποτίστρα της διαδρομής. Εκεί αλλάζουμε κατεύθυνση και τραβερσάρουμε ΝΔ για να βγούμε στην αρχή της Πετσαλούδας, που θα την τραβερσάρουμε από αριστερά, έχοντας δίπλα μας χαρακτηριστική ρεματιά. Οι περίφημες Πόρτες των Αγράφων είναι κοντά. Δεύτερη στάση, παίρνουμε την κατηφόρα μέσα από πανέμορφο δασος και μια μικρή ανηφόρα θα μας φέρει στην βάση του Μπορλέρου κάπου στα 1700 μέτρα.
Η τελευταία 300μετρη υψομετρική. Παίρνουμε την τελική ράχη, η οποία είναι καλά πατημένη μετά και την τελευταία επίσκεψη του ΕΟΣ Αθηνών με συμμετοχή 70 πεζοπόρων με αρχηγό τον Γιώργο Σιδηρά την προηγούμενη βδομάδα. Στα τελευταία μέτρα τα χόρτα παραμένουν παγωμένα και απαιτούν κάποια προσεκτικά βήματα.

Κορυφή, απεριόριστη θέα παντού, Τζουμέρκα, Κακαρδίτσα, Καιμακτσαλάν, Πιέρια Όλυμπος, Κίσσαβος, Πήλιο, Όθρυς, Γκιώνα, Βαρδούσια, Βελούχι και όχι δεν είναι δυνατόν φαίνεται και η Κνημίδα.

Άραγμα για αρκετή ώρα, κολατσιό, και επιστροφή από τα ίδια. Η ιδέα μας να ακολουθήσουμε τα φρεσκοβαμμένα σημάδια (του ΕΟΣΚ) αμέσως μετά τον Ελατάκο μας χάρισε σίγουρα ωραίες εικόνες τραβερσάροντας μες στο δάσος, αλλά ουσιαστικά δε μας βοήθησε αφού στο σημείο που υπάρχει ξύλινο στυλιάρι δεν πήραμε την κατηφόρα αλλά συνεχίσαμε ευθεία, με αποτέλεσμα να χάσουμε ένα 20λεπτο βγαίνοντας πάλι στο χωματόδρομο.

Επιστροφή στα αυτοκίνητα, σύντομη βόλτα μέχρι το παρατηρήτηριο με την απίστευτη θέα στη λίμνη και πορεία για το Ανθηρό προς έρευση στέγης. Οι γνώμες διίστανται, αποφασίζουμε να τιμήσουμε κάτι ζεστό στο καφενείο του χωριού και όλα ήρθαν με την ώρα τους. Άρχισαν οι ιστορίες από τον ντόπιο δάσκαλο για την ονομασία των γύρω κορυφών, για τη διχογνωμία μεταξύ των ορειβατών για την ακριβή θέση της κορυφής Φλυτζάνι, η ιστορία για τα 5 αδέρφια, άρχισαν να έρχονται και τα φαγητά, συμπληρώναμε με τις δικές μας προμήθεις, να σου και τα τραγούδια, τα ανέκδοτα, ο ιδιοκτήτης του καφενείου προθυμοποιήθηκε να φιλοξενήσει τις γυναίκες της παρέας στο σπίτι του, οι υπόλοιποι στήσαμε στην κεντρική πλατεία.

Ο στόχος της Κυριακής άλλαξε αρκετές φορές και μετά από παραινέσεις- πληροφορίες των ντόπιων προτιμήθηκε η προσέγγιση του διάσελου Πλάκας – Πέντε Πύργων, παρά η ανάβαση στους Πέντε Πύργους σύμφωνα με το χάρτη της Ανάβασης.

Αναχώρηση για το Δασικό χωριό αρκετά αργά αφού έπρεπε να στεγνώσουμε τις σκηνές από την υγρασία, και πορεία στον χωματόδρομο για ούτε λίγο, ούτε πολύ 2 ώρες. Στάση σε χαρακτηριστικό ξέφωτο, και στη συνέχεια βρίσκουμε την πηγή – ποτίστρα και την αρχή του μονοπατιού για τη χούνη που βγάζει στην κορυφή Φλυτζάνι (για τους ντόπιους) και στη συνέχεια με πορεία δυτική για τους Πέντε Πύργους.

Εμείς θα συνεχίσουμε για ακόμα ένα μισάωρο μέχρι το σημείο που τελειώνει ο δρόμος. Το θέαμα των Πέντε Πύργων εκπληκτκό. Θυμίζει αρτοτινά λιβάδια με τις Σούφλες. Παίρνουμε το μονοπάτι και από σάρες θα κινηθούμε προς το διασελο Πέντε Πύργων – Πλάκας. Σιγά – σιγά κάποιοι μένουν πίσω, οι υπόλοιποι θα συνεχίσουν μέχρι έναν ώμο ακριβώς κάτω από το επιβλητικό συγκρότημα των 5 Πύργων και μόνο ο Μάκης θα συνεχίσει μέχρι το διάσελο και στη συνέχεια μέχρι την πρώτη κορυφή της Πλάκας (την πιο ανατολική).

Οι υπόλοιποι θα λιαζόμαστε για αρκετή ώρα, χαζεύοντας απέναντι τη Νιάλα, τον Καταραχιά, τη Σβώνη, το Πουλί, το Παπαδημήτρη, την κόψη των Πετραλώνων. Δεν υπάρχει χρόνος για παραπάνω πράγματα, πλέον με την νέα ώρα νυχτώνει στις 6 και έχουμε και το ταξίδι της επιστροφής. Δίνουμε υπόσχεση ότι θα επιστρέψουμε, βγάζουμε αναμνηστικές φωτογραφίες, καφεδάκι στο Ανθηρό και ένα γρήγορο δείπνο στον πάντα φιλόξενο Αγ. Κωνσταντίνο.

Τελικά, όσες φορές και να επισκεφτεί κανείς τα Άγραφα, πάντα θα ανακαλύψει και κάτι καινούργιο.

Και όσο στο καφενείο του Ανθηρού θα υπάρχει η φωτογραφία – αφιέρωση του Παύλου Ευαγγελίδη του ΦΟΠ για την κορυφή Πλάκα, θα ξέρουμε ότι δεν αναφέρεται στην κορυφή Φλυτζάνι του χάρτη της Ανάβασης.

Στα καθαρά στοιχεία της διαδρομής, η προσέγγιση των Πέντε Πύργων γίνεται είτε μέσω Ανθηρού ή μέσω του Δασικού χωριού Δρυάδες. Κινείται επί το πλείστον σε δασικό δρόμο, ο οποίος μπορεί να παρακαμφθεί κάποιες φορές ενώ υπάρχει ένα μοναδικό σημείο ανεφοδιασμού νερού. Από την πλευρά που προσεγγίσαμε το βουνό δεν ήταν ξεκαθαρο ποιες από τις κορυφές των Πέντε Πύργων είναι προσβάσιμες πεζοπορικά. Από τη χούνη (μονοπάτι αποτυπωμένο στο χάρτη της Ανάβασης) δεν υπάρχει κάποια αντικειμενική δυσκολία εκτός των τελευταίων μέτρων που θέλουν κάποια προσοχή.

Για το Μπορλέρο, η εκκίνηση γίνεται από τα Ζυγογιαννέικα ή από τη διασταύρωση προς το Παρατηρητήριο (εναλλακτικά σημεία εκκίνησης το διάσελο του Αγ. Νικολάου από τα Δυτικά ή ο οικισμός Έλατος από τα Βόρεια), κόβει τον δρόμο σε λίγες φουρκέτες για να βγει στον Ελατάκο, (καταφύγιο ανάγκης για 7-8 άτομα), συνεχίζει ανηφορικά στο δάσος μέχρι χαρακτηριστικό άνοιγμα με ποτίστρα, αλλάζει κατεύθυνση για να βγει σε γυμνό, και τραβερσαροντας την Πετσαλούδα από αριστερά βγαίνει στις περίφημες Πόρτες των Αγράφων (βράχινο πέρασμα). Απο κει κατηφορίζει μέσα σε δάσος για να βρει τελικά το χωματόδρομο στα 1700 μέτρα που συνεχίζει για Νιάλα.

Η τελική ράχη των 300 μέτρων έχει κάποια κλίση αλλά η θέα από την κορυφή είναι απολαυστική. Ωρες πορείας για την ανάβαση (περίπου 4, με στάσεις).

Ευχαριστώ πολύ τον αρχηγό - γίδι Γκώστα για τα οργανωτικά και φυσικά όλους τους συμμετέχοντες.

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

Φθινόπωρο στα Βαρδούσια

Στην ολιγοήμερη μου επιστροφή στην Ελλάδα, επισκέφτηκα τα μήτρια χώματα. Αυτή τη φορά, δεν ήθελα να ανέβω ψηλά προς τις άγριες βουνοκορφές των λατρεμένων μου Βααρδουσίων, αλλά να κατηφορίσω τα μονοπάτια προς το ποτάμι και να περπατήσω εκεί που πέρασα πολλά από τα παιδικά μου χρόνια (καλοκαίρια).

Η γιαγιά ήταν χαρούμενη γιατί έριξαν τσιμέντο στο δρόμο που οδηγεί στο σπίτι μας. Εμένα πάλι με έπιασε θλίψη μπροστά σε αυτή την τσιμεντοποίηση όλων των γραφικών μονοπατιών που συνδέουν το χωριό. Ευκολία θα σου πουν οι μεν, να μπορούν τα αυτοκίνητα να έρθουν ένα μέτρο από το κάθε σπίτι, να αφήσουν τους αγχωμένους και καταπιεσμένους Αθηναίους να απολάυσουν ένα ήρεμο ΣΚ στο χωριό, χωρίς να κάνουν βήμα και να καλοπεράσουν καταβροχθίζοντας όσα περισσότερα παϊδάκια μπορούν.

Πήρα το δρόμο προς το χωράφι που έχουμε στον Αγιο Αθανάσιο, νέοι χωματόδρομοι, νέα σπίτια, κάποια κακόγουστα, το μονοπάτι συνεχίζει,

αλλά θέλει καθάρισμα, πολλά βάτα, και κατεβαίνει στο ποτάμι. Που να σκεφτεί κάποιος να φτιάξει κανά γεφυράκι να περνάει απέναντι ή κάποιο παγκάκι. Προτεραιότητα στην τσιμεντοποίηση του χωριού. Γυρίζω πίσω από τα ίδια για να περάσω από την απέναντι όχθη του ρέματος (το γνωστό Σκατόρεμα) ακολουθώ τον χωματόδρομο που βγαίνει μέχρι τη γέφυρα του Νταού, βρίσκω ένα παλαιό πέτρινο εικονοστάσι, η μνήμη δε λαθεύει. 3 μέτρα κάτω από το δρόμο πέρναγε το μονοπάτι που οδηγεί στα Παλιοχώρια. Προς έκπληξη μου, υπάρχει ακόμα, αν και ο δρόμος σε κάποιες φουρκέτες το έχει καταστρέψει.

Ο καιρός κλειστός, αλλά τα φθινοπωρινά χρώματα υπέροχα. Δε θέλω να γυρίσω ακόμα σπίτι που με περιμένει η γιαγιά για φαγητό, θα πάρω ένα

άλλο δρόμο για να με βγάλει στην πλαγιά απέναντι από το σπίτι μας, όπου 20+ χρόνια πριν παίζαμε πόλεμο στις σάρες ανάμεσα στα έλατα και θυμάμαι τον εαυτό μου να φοβάται να περπατήσει σε αυτό το πεδίο. Σε λίγο βρίσκω το παλιό αυλάκι που χρησιμοποιούσαν οι χωριανοί για το πότισμα το καλοκαίρι. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να έχει άγχος για να προλάβει να «γυρίσει» το νερό, πόσοι τσακωμοί και παρεξηγήσεις για το ποιος θα ποτίσει πρώτος. Τώρα πια έχει μουχλιάσει αλλά το μονοπάτι δίπλα σε αυτό υπάρχει ακόμη. Το ακολουθώ και θα με οδηγήσει στο μέρος που παίζαμε ποδόσφαιρο πιτσιρικάδες. Στη Τσελιανη.

Τώρα πια συρματοπλεγμένη, απόρησα πως μπορούσαμε και παίζαμε σε ένα τόσο μικρό χώρο με κλίση και με ένα μικρό γκρεμό δίπλα. Δίπλα στην αλάνα και μέσα στο δάσος, τα υπολείμματα ενός ξύλινου σπιτιού πάνω στα δέντρα.

Επιστρέφω σπίτι από το τελευταίο μη τσιμεντοποιήμενο μονοπάτι. Δε είμαι σίγουρος τελικά: Εγώ είμαι ο παράξενος και ο ρομαντικός ή οι γύρω μου έχουν χάσει κάθε έννοιας σεβασμού στο περιβάλλον και στο μέρος που μεγάλωσαν και σκέφτονται μόνο την καλοπέραση τους...









Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Monte Duria

Έχω τη συνήθεια να κοιμάμαι σε απόλυτο σκοτάδι. Εδώ στην ξενιτιά, αυτή η συνήθεια μου συνδυάζεται με ένα μικρό παιχνίδι που απέκτησα ανοίγοντας τις ερμητικά κλειστές κουρτίνες τα πρωινά του Σαββάτου και της Κυριακής. Το αποτέλεσμα του ανοίγματος της κουρτίνας επηρεάζει την απόφαση για το πρόγραμμα της εκάστοτε ημέρας. Βροχερός καιρός = shopping therapy και χαζο βόλτες σε Μιλάνο – Como και λοιπές πόλεις του Ιταλικού Βορρά. Συννεφιασμένος καιρός = σχετικά μικρές πεζοπορίες, όχι μακριά από το Como. Ηλιόλουστος καιρός, πιο μεγαλεπίβολα σχέδια, σχετικά πιο μακριά από την έδρα μου.

Αυτό το Σάββατο λοιπόν η πρώτη θέα έξω από το παράθυρο ήταν ένας καθαρός και συνάμα φωτεινός ουρανός χωρίς ίχνος σύννεφου. Ήθελα να επιστρέψω σε ένα βουνό, που δεν είχα

ολοκληρώσει τη διαδρομή λόγω κακού καιρού και κακής ψυχολογίας, το Monte Duria. Και αυτή τη φορά θα ήμουν μόνος μου στη διαδρομή στη δυτική πλευρά της λίμνης του Como μέχρι τη Gravelona και στη συνέχεια ακολουθώντας τις πινακίδες για Peglio. Ο πεζοπορικός χάρτης που διέθετα, θα φανεί πιο σημαντικός για την εύρεση της έναρξης της πορείας, παρά για την καθ’αυτού πορεία. Ίσως ο πιο στενός ασφαλτόδρομος που έχω οδηγήσει που δεν χωράει σε καμία περίπτωση 2 αυτοκίνητα.

Αυτή τη φορά γνωρίζω καλά την περιοχή και θα εξαντλήσω όλο το δρόμο, λίγο μετά τον ορεινό οικισμό της Bodone. Παίρνω τον τσιμεντόδρομο, θα ξεχαστώ και θα χάσω την έναρξη του μονοπατιού χαζεύοντας έναν καταρράκτη απέναντι, τελικά δε θα μου βγει σε κακό, αφού η απότομη επόμενη ράχη που διαλέγω θα με βγάλει ακριβώς πάνω από τη στάνη που την προηγούμενη φορά κινήθηκε εναντίον μου απειλητικά ένα τσοπανόσκυλο. Πολύ ανηφόρα, το μονοπάτι έχει δεχθεί φρεσκοβαμμένη μπογιά σήμανσης από τον τοπικό ορειβατικό σύλλογο του Dongo , ράχη – ράχη μεχρι το Alp Duria κάπου στα 1900 μέτρα. Πίσω μου η λίμνη με τα δυο «πόδια» της, διακρίνεται το κοσμοπολίτικο Bellagio, το Legnone, το Sasso Canale (απωθημένο μου), ο γρανιτένιος γίγαντας του Pizzo Badile και η διασταύρωση των κοιλάδων της Chiavenna και της Valvassina. Έχω αναλυτική φωτογραφία με την τελική πορεία ανάβασης κινούμενος κάτω από κάθετα βράχια, ψάχνοντας το δρόμο για την κορυφή. Η σήμανση είναι άψογη. Σε βράχο, υπάρχει τεράστιο κόκκινο βέλος με το όνομα Duria. Σε λίγα

μέτρα αποκαλύπτεται το ανοικτό λούκι (25-30 μοίρες), κίνηση λίγο κάτω από την κορυφογραμμή, ένα ελάχιστα δύσκολο πέρασμα (σκαλοπάτι) και διακρίνεται ένας τεράστιος κούκος. Σε 1 λεπτό είμαι στην κορυφή και είναι δύσκολο να περιγράψω τη θέα. Στο Βορρά, άγριες κορυφές, ένα εντυπωσιακό χτένι που συνδέει τη Duria με το απίστευτο πέταλο που αρχίζει από το Berlinghera, στο δρόμο για τη Chiavenna, μέχρι το Bregagno κοντά στο Menaggio, η λίμνη στο νότο, η Grigna, το Pizzo Badile, to Disgrazia, to Bernina, τα βουνά πάνω το Bergamo.

Άπειρες φωτογραφίες, υπογραφή στο βιβλίο κορυφής, το οποίο φιλοξενείται σε ένα stainless steel (!) high tech κατασκεύασμα που στη πάνω βάση του έχει και το κλασσικό σχέδιο προσανατολισμού με όλα τα βουνά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και επιστροφή από τα ίδια. Το πρώτο κομμάτι θα με προβληματίσει λόγω του απότομου του πεδίου και η ύπαρξη μπατον θα φανεί λυτρωτική. Παίρνω τη ράχη κατηφορίζοντας και στο σημείο που άφησα το αυτκίνητο θα έχω σύντομη αλλά χαριτωμένη κουβέντα (στα Ιταλικά παρακαλώ) με τρεις ηλικιωμένους για τα βουνά της περιοχής και θα εντυπωσιαστούν από τις γνώσεις ενός ξένου για τα βουνά τους (και σίγουρα όχι για τα Ιταλικά μου).

Μια όμορφη πορεία σε άγριο τοπίο και καταπληκτική θέα.

Περισσότερες φωτογραφίες εδώ:

http://picasaweb.google.com/nmonezis/MonteDuria#

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Πεζοπορικός Οδηγός της λίμνης Como (Volume 2 και υπάρχει και συνέχεια)

Όταν περνάει κάποιος καιρός είναι δύσκολο να γράψεις για μέρη που επισκέφτηκες. Η μνήμη και οι σχετικές φωτογραφίες βοήθησαν λίγο...

Monte Generoso (1704μ.)


Μετά από ένα δεκαήμερο σπαστικής βροχής, ήρθε η άνοιξη και στα μέρη μας. Ο καιρός ηλιόλουστος και η γνωστή παρέα (Νίκος, Σταύρος και Yvette) παίρνουμε το δρόμο για Como – Argegno και στη συνέχεια για Intelve San Fedele με κατάληξη το τελευταίο χωριό πριν την Ελβετία, το γραφικότατο Erbonne. Έχουμε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, χάρτη, περιγραφή διαδρομής και ξεκινάμε. Κατηφορίζουμε προς το νεκροταφείο του χωριού και στη συνέχεια σε μια μεγάλη γέφυρα, όπου αλλάζουμε χώρα (!). Τραβερσάρουμε σε πυκνό δάσος χωρίς πολλά σημάδια, αποφεύγοντας να μπούμε στο επόμενο χωριό, και συμβουλευόμενοι τον χάρτη, παίρνουμε την ράχη, από αχνό στην αρχή μονοπάτι που στη συνέχεια θα γίνει ευδιάκριτο, όντας πάνω στην συνοριακή γραμμή ( τα γνωστά αριθμημένα τσιμεντένια κολωνάκια που έχουμε και εμείς στα βόρεια σύνορα μας).

Η ανηφόρα είναι έντονη, το μονοπάτι σε μια στιγμή γίνεται μια απότομη βράχινη σκάλα, να σου και ένα αγριοκάτσικο που φαίνεται να μην ενοχλείται τόσο πολύ από την παρουσία μας. Έχω καιρό να περπατήσω αλλά η επιθυμία μου να αντικρύσω την ευρύτερη περιοχή είναι μεγαλύτερη και θα αφήσω πίσω τους συνοδοιπόρους μου. Βγαίνω στην τελική κόντρα σε ένα λιβάδι με χορτάρι που χρυσαφίζει. Πρώτη κορυφή και αντικρύζω απέναντι την κύρια καθώς και τον σταθμό τρένου απέναντι (που έρχεται από την πλευρά της Ελβετίας (Mondrisio) που ανεβαίνει μέχρι τα 1600 μέτρα. Γυρίζω το πέταλο της κορυφογραμμής και είμαι στην κορυφή (περισσότερο μοιάζει με πλατεία) με τα παγκάκια του και τις πανοραμικές φωτογραφίες για να αναγνωρίσεις τις γύρω κορυφές που είναι πράγματι πολλές.

Μπροστά μας (στα πόδια μας θα έλεγα) η λίμνη του Lugano και όλες οι Άλπεις με προεξέχον, το στοιβαρό όγκο του Monte Rosa. Δυτικά, οι Άλπεις του Sondrio με το Bernina και το Monte Disgrazia, πιο νότια η λίμνη του Como και στο βάθος το Μιλάνο (!). Συμβουλεύομενος το χάρτη, βρίσκω νέα πορεία για την επιστροφή, πρώτα όμως στάση στο εστιατόριο του σιδηροδρομικού σταθμού με τρελή θέα για μια σούπα και γρήγορο φαγητό. Η επιστροφή θα μας φανεί ατελειώτη αφού τραβερσαραμε ουκ ολίγες πλαγιές μέχρι το καταφύγιο του Alpe d’Orimento (εμένα περισσότερο για χωριό μου φάνηκε) και πήραμε την κατηφόρα για το Erbonne, μέσα από πυκνό δάσος για το αυτοκίνητο μας.

Μια κυκλική βόλτα 6 ωρών σε 2 χώρες.

Monte Resegone (1875μ)



Παρασκευή απόγευμα και ακόμα δεν έχω εντοπίσει το στόχο του επερχόμενου ΣΚ. Επικεντρώνομαι στη Grigna και ανοίγω το χάρτη. Για κάποιο λόγο θα μου κάνει κλικ ο όγκος ανατολικά της Grigna, το Resegone.

Οι πρώτες πληροφορίες από το internet εντυπωσιακές. Σάββατο πρωί στο δρόμο για το Lecco, βρίσκουμε τις πινακίδες για Piano D’Erna. Σύντομα βρισκόμαστε σε ένα τεράστιο parking με τελεφερικ αλλά και με βροντές στο βάθος. Ομίχλη πολύ και μετά βίας βλέπουμε την κατάληξη του τελεφερίκ στην άγρια ράχη, 600 μέτρα ψηλότερα. Παίρνουμε και έναν μικρό οδηγό της περιοχής, και χωρίς πολύ μελέτη αποφασίζουμε να ακολουθήσουμε τη διασρομή 10 προς την κορυφή (που λανθασμένα θεώρησα την ευκολότερη για την κορυφή. Στην πραγματικότητα ήταν η δυσκολότερη).

Στενό μονοπάτι που τραβερσάρει την πλαγιά, κάποιες αλυσίδες για τα εκτεθειμένα σημεία και κάποια στιγμή βγαίνουμε σε ένα λούκι. Ο καιρός ανοίγει λίγο και από παντού ξεπηδούν μυτίκια και άγριες κορυφές. Ο δρόμος είναι ευθεία πάνω. Θα περάσουμε από 3 σημεία που απαιτούν στοιχειώδεις γνώσεις αντιστήριξης και η εξαντλητική ανηφόρα θα σταματήσει μετά από 400 μέτρα υψομετρικής. Τραβέρσα στην κορυγραμμή και σε λίγο εμφανίζεται η κορυφή με το χαρακτηριστικό σταυρό. Θα βρούμε και την έξοδο του μονοπατιού Νο.9 που μοιάζει με το λούκι του Μύτικα και θα το απορρίψουμε σαν επιλογή επιστροφής, λόγω της σαθρότητας του. Σε ένα τέταρτο είμαι στην κορυφή, αλλά δε φαίνεται πλέον τίποτα προς τη μεριά της λίμνης. Μόνο προς βόρεια ο ορίζοντας είναι ανοικτός.

Αρκετός κόσμος στην κορυφή, δυστυχώς και πολλές αναμνηστικές πλακέτες για νέους που έχασαν τη ζωή τους στο συγκεκριμένο βουνό. Στάση για τσάι στο συμπαθητικό καταφύγιο, θα μας κεράσουν και ένα λικερ από ενδημικό λιυλούδι και θα πάρουμε το μονοπάτι Νο1 (ίσως το πιο εύκολο μονοπάτι προσβασης της κορυφής). Το βουνό θυμίζει Αστράκα – Γκαμήλα με δολομιτικά μυτίκια. Θα πάμε λίγο γρήγορα για να πετύχουμε το τελευταίο δρομολόγιο του τελεφερίκ στις 17:30. Διασταύρωση με το μονοπάτι Νο5 μέσα από πυκνό δάσος και ένα παγωτό στο σταθμό του τελεφερικ μεχρι το επόμενο δρομολόγιο.
Άρχισε και η βροχή. Τώρα πια δε μας νοιάζει...

Sasso Canale (Τελικώς Monte Berlinghera (1930μ))





Σιγά – σιγά τελειώνουν τα βουνά της κάτω λίμνης και σε συνδυασμό με την ανάγκη για ανάβαση πάνω από τα 2000 μέτρα, μελετώ το Sasso Canale την τελευταία 2000αρη κορυφή στο μονοπάτι του Alta Via de Lago. Θα πρέπει να οδηγήσουμε όλο το παραλίμνιο δυτικό κομμάτι της λίμνης 1:30 + ένα 20λεπτο σε πολύ στενό δρόμο που θα μας οδηγήσει στο εκκλησάκι του San Bartolomeo πάνω από το Sorico.

Και πιο συγκεκριμένα στην προηγούμενη στροφή όπου και εστιατόριο – αγροτουριστικό κτήμα με θέα στη λίμνη. Διάθεση δεν υπάρχει, αρκετή ατονία + οκνηρία. Ο καιρός συνηγορεί για τη διάθεση μας. Κλειστός και έτοιμος να ρίξει καρέκλες. Η ταμπέλα για το Berlinghera, θα με ξυπνήσει. Ξέροντας ότι το πρώτο κομμάτι είναι δασωμένο, αξίζει τον κόπο να το ρισκάρουμε. Παίρνουμε τον τρακτερόδρομο που μετά χάνεται και σε 20 λεπτά είμαστε σε ένα πολύ πυκνό δάσος με αρκετούς υλοτομικούς χωματόδρομους. Σήματα υπάρχουν μόνο για κάποιο προηγούμενο αγωνα MTB. Από τα 10 λεπτά της πορείας έχω διαγράψει την πιθανότητα ανάβασης στο Sasso Canale.

Φοβόμαστε μην χάσουμε τον δρόμο της επιστροφής αλλά οι χάρτες που διαθέτουμε μας βοηθούν. Μετά το δάσος υπάρχει αλπικό λιβάδι, στο οποίο περνάει το μονοπάτι που κατεβάζει στο San Bartolomeo. Πολλά νερά στη διαδρομή, κάποια από τα οποία στάσιμα. Τα τσιμπήματα των εκατοντάδων κουνουπιών επίμονα. Όπως και η ανηφόρα του κακοτράχηλου χωματόδρομου. Σε 1,5 ώρα από την έναρξη είμαστε στο αλπικό λιβάδι Alpe di Mezzo. Πολλά σπίτια πέτρινα και αρκετά κοπάδια προβάτων βόσκουν από πλαγιά σε πλαγιά. Δεν έχουμε αποφασίσει τι θα κάνουμε. Πίσω μας έρχονται σαφώς γρηγορότερα δυο πεζοπόροι που θα αποδειχθεί, ότι είναι Ελβετοί. Σταματάμε και έχουμε μικρή κουβεντούλα. Σύντομα καταλαβαίνουν ότι δεν είμαστε τίποτα χαμένοι τουρίστες. Οι χάρτες που κουβαλάμε έιναι αδιάψευστος μάρτυρας. Εκείνοι έχουν τον αντίστοιχο της Ελβετικής πλευράς (Rovereto).

Τους δείχνω το εντελώς «κλειστό» Sasso Canale και όλοι συμφωνούμε ότι είναι αργά για άλλα 800 μέτρα υψομετρικής. Στιγμιαία ανοίγει ο καιρός στην κορυφή του Berlinghera. Η απόφαση είναι κοινή. Φαίνεται κοντά. Αξίζει μια προσπάθεια. Οι Ελβετοί θα συνεχίσουν στο μονοπάτι, εμείς θα το κόψουμε ευθεία για να βγούμε στο διάσελο μεταξύ Sasso Canale και Berlinghera. Ευδιάκριτο μονοπάτι θα μας βγάλει σε χαρακτηριστικό ώμο με σταυρό και θα απολαύσω για πρώτη φορά την όψη του Sasso Canale. Αρκετές χιονούρες, άγρια όψη, μυτίκια, Θυμίζει λίγο Σκόρδα Μουσουνίτσας.

Λίγες ανάσες, και βουρ για τα τελευταία μέτρα της διαδρομής. Δυο ακόμα Ελβετίδες έχουν ήδη φτάσει κορυφή. Ο καιρός κλείνει και δε μας επιτρέπει να απολαύσουμε το τέλος της λίμνης του Como. Βέβαια χαζεύουμε από μακριά τις κορυφές πάνω από το Sondrio και την κοιλάδα που οδηγεί στη Chiavenna. Υπάρχει και άλλο μονοπάτι για επιστροφή, αλλά η ομίχλη είναι αποτρεπτική. Επιστροφή από τα ίδια, αφού πρώτα βγάλουμε μερικές φωτογραφίες της λίμνης. Ο καιρός συνεχίζει να παίζει, ανοιγο-κλείνοντας. Θα κατέβουμε παρέα με τους 2 Ελβετούς και θα μιλήσουμε για την κρίση στην Ελλάδα για την ανάπτυξη των απομονωμένων χωριών στη χώρα τους για την επιστροφή των ανθρώπων στα χωριά τους. Θα κάνουμε μια μικρή στάση για να βρει ο συνοδοιπόρος μου το χαμένο του μπατον και θα συνεχίσουμε για να βγούμε στο parking του San Bartolomeo. Η ενδεικτική πινακίδα για το Sasso Canale θα μας εκνευρίσει και απογοητεύσει ταυτόχρονα. 3 ώρες!! Για 1200 υψομετρική, και με τα τελευταία 400 σίγουρα σε εκτεθειμένη κόψη.
Οκ. Μια άλλη φορά ίσως...

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

San Marco Pass



Το πρόγραμμα για αυτό το ΣΚ έλεγε διανυκτέρευση στο βουνό (στο αυτοκίνητο) για αποφυγή  άσκοπων μετακινήσεων κάπου στα σύνορα του Sondrio και του Bergamo. Φόρτωμα όλων των απαραίτητων (υπνόσακος, fleece, τρόφιμα, νερά) και πορεία για το τόσο προσφιλές – αγαπημένο Lecco και τα αναρίθμητα τουνελ του. Στην έξοδο μετά το Sorico παίρνουμε το δρόμο για Sondrio και στο ύψος του Morbegno ακολουθούμε τις ενδεικτικές πινακίδες για το San Marco Pass. Ατελείωτες στροφές σε στενό ασφαλτόδρομο για να βρεθώ κάπου στα 1900 μέτρα, σε ένα διάσελο που το χαρακτηριστικό του είναι οι πυλώνες του ηλεκτρικού ρεύματος. Για σήμερα δεν υπάρχει πολύς χρόνος οπότε θα προτιμηθεί μια μικρή διαδρομή. Αφού παρκάρω, διαλέγω το βουνό δεξιά (δυτικά) του πάσου, 150 μέτρα ψηλότερα, μόνο και μόνο για να αγναντεύσω την περιοχή. Ο καιρός είναι συνννεφιασμένος, σίγουρα ξεχωρίζουν οι όγκοι στα βόρεια με το συγκρότημα του Bernina, ενώ στα νοτιοανατολικά παρελαύνουν οι Άλπεις του Bergamo (Orobie).

Επιστρέφω στο διάσελο και αποφασίζω να πάρω τη Via Priula (η οποία δεν είναι τίποτα αλλο από το παλιό δρόμο που συνέδεε τις εκατέρωθεν περιοχές του διάσελου. Σε 15 λεπτά βρίσκομαι στο καταφύγιο San Marco, όπου θα πάρω χρήσιμες πληροφορίες για τα μονοπάτια της περιοχής. Το πιο κοντινό μονοπάτι είναι αυτό που σε ανεβάζει στο διάσελο του Verrobbio (Passo verrobbio).  Ο καιρός δείχνει να κλείνει αλλά και τι με αυτό;; Καιρό έχω να περπατήσω με βροχή.

Οι περισσότεροι γυρνάνε τέτοια ώρα (16:00) από τις εξορμήσεις τους, αλλά αυτό καθόλου δε με αποθαρρύνει. Το μονοπάτι τραβερσάρει σταθερά στα 1800-1850 μέτρα, και στο τέλος έχει μια ανηφορική 200 μέτρων για το διάσελο. Όσο πλησιάζω, ο ήλιος κάνει πιο έντονη την παρουσία του και απολαμβάνω το τοπίο. Μπροστά μου κυριαρχεί το Monte Ponteranica με τη μικρή και χαριτωμένη αλπική λίμνη του Pescegallo. Ακριβώς στο διάσελο υπάρχουν οχυρώσεις από τη πολύ γνωστή Linea Cadorna που είχε κατασκευαστεί κατά το πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

Η πινακίδα για την κορυφή Vernobbio με τη δυσκολία ΕΕ (Esperti Escursionisti) και τη δεύτερη πινακίδα θα προσδώσουν ενδιαφέρον στην ως τότε ψιλοαδιάφορη βόλτα. Αρχίζω την ανάβαση σε πολύ στενή κόψη που κατά τόπους χρειάζεται να βάλεις χέρια. Στη συνέχεια θα έχω τρυφερό τετ α τετ με ένα βράχο, αφού για να συνεχίσω θα πρέπει να τον σφιχταγκαλιάσω, και για τα υπόλοιπα 20 λεπτά θα κινούμαι πότε πάνω στην κόψη και πότε αριστερά ή/και δεξιά, ανάλογα με το ποια πλευρά προσέφερε την ασφαλέστερη κίνηση. Φτάνω στην ομώνυμη κορυφή, πίσω μου η ομίχλη έχει πλημμυρίσει το διάσελο και απολαμβάνω τη θέα των άγριων κορυφών του Badile και του Bernina. Η ομίχλη πλησιάζει και ανησυχώ. Αν η κορυφογραμμή έχει πάνω από 2 κατευθύνσεις, θα πρέπει να είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός για να μην χαθώ. Όλα θα πάνε καλά και με απόλυτη ομίχλη θα ανεβοκατέβω άλλες 10-12 μικρές εξάρσεις της κορυφογραμμής, και πλέον σε πιο βατό μονοπάτι θα περάσω ακριβώς κάτω από την κορυφή που επισκέφτηκα νωρίτερα. Ο ήχος των αυτοκινήτων από το διάσελο με καθυσυχάζει και σε λίγο φτάνω στο διασελο. Κατεβαίνω στο καταφύγιο, πλέον με το αυτοκίνητο για να τσιμπήσω κάτι για κακή μου τύχη το εστιατόριο έχει σταματήσει να σερβίρει  και «αναγκάζομαι» να κινηθώ προς το επόμενο στόχο, το Valbondione για την ανάβαση της επόμενης ημέρας στην περιοχή της Pizzo di Coca

Και η κατάβαση από το διάσελο προς το Bergamo είναι μια απίστευτη οδηγική απόλαυση, Από τις οδηγίες του Google Maps στο ύψος του San Giovanni Bianco (απίστευτα όμορφο χωριό) έπρεπε να ακολουθήσω τις πινακίδες για Dossena. Κάπου εκεί, στους απίστευτα στενούς και επικίνδυνους δρόμους της περιοχής, και ενός μεγαλοπρεπούς - άσκοπου κύκλου με επιστροφή στο San Giovanni Bianco (δεν βρήκα ποτέ τις πινακίδες για τον τελικό προορισμό μου) πήρα την απόφαση να γυρίσω στο Bergamo και από εκεί επιστροφή μέσω Μιλάνου στην έδρα μου.

Συνολικός χρόνος οδήγησης: 5:30
Συνολικός χρόνος Περπατήματος: 4:00

Αν άξιζε;; Μη το συζητάτε... Τυπικό κρυακουριώτικο χτένι έκανα + πάνω από 300 κλειστές στροφές σε στενούς ασφαλτόδρομους. 

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Via Spluga (ή το Ασπρόρεμα της Chiavenna)



Από τον πρώτο καιρό της παραμονής μου στην ξενιτιά, ανακάλυψα ένα ορειβατικό περιοδικό (Montagne) του οποίου απέκτησα αρκετά τεύχη, τα οποία συνοδεύονταν και από χάρτες (σε διάφορες κλίμακες). Έχοντας μπει σε διαδικασία (σιγά –σιγά) επιστροφής στην πατρίδα, ήθελα να επισκεφτώ μέρη που είχα παραλείψει και είχα σημαντικές πληροφορίες για αυτά. Οπότε, μελετώντας, (η αλήθεια είναι βιαστικά) τον χάρτη και το τεύχος SplugaMesolcina, το μάτι μου έπεσε σε μια φωτογραφία που αναφερόταν σε μια περιπέτεια του Ναπολέωντα, στο πέρασμα του από τη κοιλάδα του Hinterrhein (ενός από τους δυο τροφοδότες του γνωστού Ρήνου) στη κοιλάδα της Chiavenna, όπου η απόπειρα του να περάσει χειμώνα με βαρύ οπλισμό, του κόστισε αρκετές ζωές στρατιωτών και οπλισμού του.  Η via Spluga, όπως ονομάζεται αυτός ο δρόμος – μονοπάτι, είναι ένας  πανάρχαιος (ρωμαϊκός) δρόμος που εκμεταλεύεται το «τοπικό» ήπιο ανάγλυφο των Άλπεων.

Η διαδρομή μας, κλασσικά από Lecco, βγαίνοντας από τα δεκάδες τούνελ, το βλέμμα μας επικεντρώνεται στο επιβλητικό Piz Badile,  και στη διασταύρωση για Sondrio φεύγουμε αριστερά για Chiavenna - St Moritz. Μπαίνοντας στη Chiavenna προσέχουμε τις πινακίδες στο πρώτο roundabout ή ιταλιστί rotonda μετά τη γραφική γέφυρα και ακολουθούμε τις ταμπέλες για Spluga, παίρνοντας την έντονη ανηφόρα για Campodolcino με τελικό προορισμό την μικρή λιμνούλα με το μικρό υδοηλεκτρικό στην Isola.

Βρίσκουμε το μονοπάτι σχετικά εύκολα και με ήπιες κλίσεις βγαίνουμε ψηλότερα, χαζεύοντας καταρράκτες, κινούμαστε εκατέρωθεν ενός ρέματος και σε λίγο βρίσκουμε παλιό ξύλινο γεφυράκι που θα μας φέρει στο πιο εντυπωσιακό κομμάτι του μονοπατιού που είναι λαξευμένο στο βράχο.
Σε όλο το τελευταίο κομμάτι υπάρχει συρματόσκοινο για την ανάβαση κατά τους χειμερινούς μήνες. Σε λίγο εμφανίζεται και το φράγμα και δε θα αργήσουμε να βγούμε στο ύψος της τεχνητής λίμνης του Montespluga. Διακρίνουμε και τον αυτοκινητόδρομο που κινείται στην ανατολική όχθη της λίμνης. Χαζεύουμε το μονοπάτι από ψηλά και αποφασίζουμε να κινηθούμε περιμετρικά της λίμνης από τα δυτικά μέχρι το χωριό Montespluga.  

Ενώ το χωριό φαίνεται κοντά θα χρειαστούμε περίπου 40 λεπτά για να το φτάσουμε. Στάση για φαγητό (εγώ προτίμησα σούπα) και επιστροφή από τα ίδια με μικρή επίσκεψη στη πολύ γραφική Chiavenna.

Δε μπορώ να μην αναφέρω πως το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο αλλά και το φράγμα ήταν σε απόλυτη αρμονία με το φυσικό περιβάλλον και δε μπορώ παρά να ανακατεύομαι σκεπτόμενος την αντίστοιχη περίπτωση της Μεσοχώρας.

Και ένα tip για τους φίλους του Scialpinismo (και όχι μόνο).
Το χωριό (MonteSpluga) προσφέρεται  για αναβάσεις στις γύρω κορυφές (Pizzo Tambo(3279m), Pizzo Ferre(3103m), Pizzo Suretta (3027m)

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Σκύρος 2010

Τον Αύγουστο που μας πέρασε, αφιέρωσα σχεδόν μια βδομάδα στην Σκύρο, το νησί στο κεντρικό Αιγαίο. Χαλαρές διακοπές, με έδρα την φιλόξενη παραλία του Αγ. Πέτρου και με την προσφιλή συνήθεια για λίγο περπάτημα.

Πραγματοποίησα τρεις από τις πιο δημοφιλείς διαδρομές στο νησί (Κόχυλας από Αχίλλι, Παναγιά Λυμπιανή – Χώρα και Ρένες – Ακρ.Λιθάρι) αλλά αυτή που με εντυπωσίασε περισσότερο και θα παραθέσω στη συνέχεια ήταν η τελευταία.

Περιγραφή διαδρομής:

Από τη Χώρα παίρνουμε το δρόμο για Ασπούς – Καλαμίτσα – Νύφι, κάποια στιγμή πινακίδα μας ενημερώνει ότι μπαίνουμε σε στρατιωτική περιοχή και ότι απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών. (οκ, καλά). Το τοπίο είναι σχεδόν σεληνιακό, μόνο η θάλασσα σπάει τη μονοτονία της πέτρας. Παρόλο ότι έχω χάρτη του νησιού, δεν πολυκαταλαβαίνω που είμαι και μόνο όταν συναντώ ένα ζευγάρι στο ύψος μιας διασταύρωσης αρχίζει το μυαλό να δουλεύει. Πινακίδα ενημερώνει για τον ναύσταθμο, αλλά οι Σκυριανοί για κάποιο λόγο δεν έχουν προβλέψει να βάλουν και μια πινακίδα για το τάφο του Brooke (φιλέλληνα ποιητή).

Συνεχίζω ευθεία, μπαίνω σε επόμενο χωματόδρομο (όπου υπάρχει πακακίδα για την παραλία (Ρένες) αλλά και για τον φάρο) και στο ύψος του ξωκκλησιού του Αγ. Γεωργίου, αφήνω τη Fabia και παίρνω τον κατήφορο για την παραλία.

Διακρίνω ήδη απέναντι τα γιδόστρατα που φεύγουν προς το ακρωτήρι και λίγο αργότερα βρίσκω και το μονοπάτι που αφήνει τον κακοτράχαλο δρόμο, διασχίζει δυο μικρά ρέματα και τσουπ είμαι στην απέναντι πλαγιά. Μ ικρή ανηφόρα και βγαίνω σε τεράστιο πλάτωμα (Αραγάδες) με κατευθυντικές πινακίδες για το μονοπάτι οι οποίες επαναλαμβάνονται ανά τακτά διαστήματα (250-300 μέτρα). Λίγο μετά το τελευταίο μοναχικό δέντρο με τα λυγισμένα κλαδιά, φτάνω σε χείλος γκρεμού, που αποφεύγει κανείς αριστερόστροφα, η σήμανση συνοδεύεται και από κούκους και είναι συνεπέστατη. Πρώτη στάση χαζεύοντας το γκρεμό κάτω μου με τα απίστευτα γαλαζοπράσινα νερά και βλέπω για πρώτη φορά τον φάρο.

Συνεχίζω ανηφορικά, χάνω για λίγο το μονοπάτι που κερδίζει απότομα ύψος, αλλά τα σημάδια και ένας στύλος με βοηθούν να το ξαναβρώ άμεσα. Και φτάνουμε στο τελευταίο και συναρπαστικό κομμάτι του μονοπατιού που κινείται κολλητά σε άγρια βράχια, κάνοντας σαφώς πιο «ενδιαφέρουσα» την τελική κατάβαση στο φάρο.

Λίγο πριν (το φάρο) υπάρχει διασταύρωση που σε οδηγεί στην προβλήτα, φαντάζομαι το μέρος που έφτανε ο εκάστοτε φύλακας του φάρου (εκ θαλάσσης). Μπροστά μου αποκαλύπτεται μια κρυφή παραλία, που από πάνω της χάσκει μια γκρεμίλα τουλάχιστον 200 μέτρων. Δε χάνω την ευκαιρία για λίγες στιγμές δροσιάς και χαλάρωσης από το λιοπύρι των 35 βαθμών. Δεν κάθομαι πολύ γιατί οι κάτοικοι της περιοχής (ίσως μαυροπετρίτες) αναστατώθηκαν με την παρουσία μου και δε θέλω να «κατεβάσουν» καμιά αδέσποτη πέτρα από ψηλά. Τα εντελώς μουσκεμένα ρούχα από τον ιδρώτα, έχουν στεγνώσει. Αρχίζω την επίπονη ανηφόρα για το φάρο, μικρή ξεκούραση στο προαύλιο του, και επιστροφή από τα ίδια.

Χωρίς στάσεις υπολογίστε περίπου 4 ώρες. Νερό δε θα βρείτε, μη το επιχειρήσετε καλοκαίρι τις μεσημεριανές ώρες.

Επίσης φιλική συμβουλή. Χρησιμοποιήστε μακρύ παντελόνι και trekking μποτάκι. Μην προσπαθείτε να αποφύγετε τα εκατομύρια αγκάθια και τα λοιπά αφιλόξενα είδη της Σκυριανής χλωρίδας. Απλά, ποδοπατήστε τα.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Berner Oberland


Εκμεταλλευόμενος την παρουσία μου στην Βόρεια Ιταλία σκέφτηκα να «θυσιάσω» μερικές ημέρες από την καλοκαιρινή μου άδεια για μια ακόμη επίσκεψη στην γειτονική Ελβετία και πιο συγκεκριμένα στην ορεινή περιοχή του Interlaken (Berner Oberland).

Παρέα λοιπόν με τον Μάκη και τον φίλο του τον Σωτήρη που ήδη είχαν εξερευνήσει την περιοχή του Como και του Lugano (με ποδήλατα και αυτοκίνητο), υπομείναμε καρτερικά τα 10+ πλέον χιλιόμετρα ουρά πριν το τούνελ του San Gottardo και τις 3 ώρες καθυστέρησης, απολαμβάνοντας στη συνέχεια την εκπληκτικής ομορφιάς διαδρομή προς το Sustenpass βγαίνοντας στο Wassen και παρατηρώντας την ύπαρξη φρέσκου χιονιού πάνω από τα 3000μ.

Λόγω της καθυστέρησης, το αρχικό πρόγραμμα για για μικρή ανάβαση χρησιμοποιώντας το Tallibahn στην περιοχή του Gadmen ματαιώθηκε και αντί αυτής επιλέγχθηκε μια γρήγορη 400μ. ανάβαση στο καταφύγιο Sustlihütte (2257μ). Διανυκτέρευση σε camping στο Gadmen λίγο πριν το Innertkirchen με τον επιβλητικό τοίχο - δολομιτικό συγκρότημα του Gadmerflue. Την επομένη, πορεία προς Interlaken με τελικό προορισμό το Grindelwald, με το Eiger να μας χαιρετίζει ασυννέφιαστο.

Τα παιδιά ήθελαν λίγο να χαζέψουν την περιοχή, εγώ πάλι ήθελα να περπατήσω. Παίρνω λοιπόν το αυτοκίνητο για Lauterbrunnen. Τυχαία θα εντοπίσω τους καταρράκτες στο Trümmelbach ψάχνοντας περισσότερο για τζάμπα θέση στάθμευσης (ως κλασσικός Έλληνας) και στη συνέχεια θα επιστρέψω με τα πόδια στο Lauterbrunner για να πάρω το πολύ όμορφο δασωμένο και ανηφορικό μονοπάτι για Mürren (2 ½) ώρες, χαζεύοντας το massif του Jungfrau περνώντας από το σταθμό του τρένου Winteregg και στη συνέχεια παράλληλα με τις γραμμές του, μέχρι το χωριό. Φωτογραφίες και επιστροφή με τρένο και τελεφερίκ στο Lauterbrunner.

Την επομένη και αφού ο Μάκης, ήταν ακόμα αδύναμος από μια ξαφνική ίωση, θα κάνω μια ανάβαση πέριξ του Gringenwald από το Bussalp (τυχαία, μιας και έπεσα πάνω στο σχετικό λεωφορείο, ενώ είχα σκοπό να πάρω το τελεφερίκ για το Bort) με πορεία προς το Faulhorn (2691μ). Θέα προς τα νότια τις δίδυμες λίμνες Brienzersee - Thunersee και προς το Βορρά τη θρυλική τριάδα Eiger – Mӧnch - Jungfrau. Συνέχεια προς τη μαγική λίμνη Bachalpsee με θέα τις κορυφές Wetterhorn, Schreckhorn και Finsteraarhorn, στάση για άπειρες φωτογραφίες και στη συνέχεια, χωρίς να χάσω αρκετό ύψος για το First (βασικός σταθμός τελεφερίκ της περιοχής), από όπου ένα πολύ συμπαθητικό μονοπάτι θα με βγάλει αρχικά σε ένα ορεινό συνοικισμό (Bachläger) και στη συνέχεια από δασωμένο κομμάτι στο Bort και από εκεί στο τέρμα του τελεφερίκ στο Grindelwald. Καθαρό περπάτημα 6 ½ ώρες.

Ο Μάκης ένοιωθε ήδη καλύτερα, αφού είχε πραγματοποιήσει με τον Σωτήρη και μια βόλτα στο Kleine Scheidegg για να δει από κοντά το Eiger και τη διάσημη ορθοπλαγιά του, και ήταν ώρα να δούμε την πίσω και λιγότερο γνωστή όψη του μυθικού αυτού βουνού (Eiger). Πήγαμε λοιπόν στο Grindelwald με τα πόδια και με άλλο τελεφερίκ κάναμε τα 500 μέτρα υψομετρικής για το Pfingstegg. Από κει ανηφορικό μονοπάτι σε βγάζει μετά από 1 ½ ώρα στο καταφύγιο Bäregg όπου και μπορείς να χαζέψεις τον παγετώνα Unterer Grindelwald Gletscher, αλλά το σημαντικότερο, να είσαι στα νώτα του Eiger, χαζεύοντας την δυτική φάτσα του.

Για να γεμίσουμε λίγο την ημέρα, δεν επιστρέψαμε από τα ίδια, αλλά συνεχίσαμε ανατολικότερα με κατεύθυνση το προς ανακαίνιση Hotel Wetterhorn, για να «πιάσουμε» ένα ακόμα μονοπάτι που θα μας γύριζε στο Grindelwald και τελικώς στον συμαθέστατο αχυρώνα μας στο Grund. (Καθαρές ώρες περπατήματος 5).

Τελευταίο και συνάμα πλούσιο δείπνο στο Lauterbrunner και αποχαιρετισμός των παιδιών που θα φεύγανε την επομένη, άγρια ξημερώματα για να προλάβουν το καράβι στην Ανκόνα.

Την τελευταία ημέρα χαλαρό περπάτημα, με αφετηρία πάλι το Hotel Wetterhorn, στον Oberer Grindelwald Gletscher, με στόχο τις απότομες σκάλες και την κρεμαστή γέφυρα πάνω από τον παγετώνα. Αρκετές φωτογραφίες, και αφού υπάρχει αρκετός χρόνος και ο καιρός δείχνει να κλείνει, αποφασίζω επίσκεψη στην γειτονική Βέρνη (70-80 χλμ), όπου κατά τύχη πέτυχα και το αλπινιστικό μουσείο της Βέρνης (και σας συνιστώ ανεπιφύλακτα), μια βόλτα στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, επιστροφή μέσω Interlaken, μια περατζάδα από το Interlaken West – Ost (που ενώνει και τις δυο δίδυμες λίμνες Brienzersee - Thunersee) και επιστροφή για ύπνο. Πέμπτη πρωί, στο δρόμο για το Malpensa, γεμάτος εικόνες, αλλά και με την άρνηση να επιστρέψω στο καμίνι της Αθήνας (έστω και για μια ημέρα), κοιτάζοντας το θερμόμετρο να γράφει 9 βαθμούς στο υψηλότερο πέρασμα της διαδρομής (Sustenpass, 2.200μ).

Σίγουρα, δεν θεωρώ ότι έκανα κάτι αξιομνημόνευτο, απλά θαύμασα χαζοπερπατώντας για 3 ημέρες μερικά ιερά βουνά των Άλπεων και άλλα απίστευτα τοπία..

Και μερικά tips:

Μείνετε καλύτερα σε camping και εφοδιαστείτε με τρόφιμα από Ιταλία.
Οι μετακινήσεις στην Ελβετία κοστίζουν και πληρώνεις παντού το parking. Yπολογίστε επίσης 40 φράγκα για να αποκτήσετε το ετήσιο πάσο κίνησης σας στους Ελβετικούς αυτοκινητοδρόμους.

Η περιοχή του Grindelwald έχει σημειωμένες πάνω από 70 πεζοπορικές διαδρομές (θα τις βρείτε στο φυλλάδιο που μοιράζεται σχεδόν παντού στο χωριό). Όρεξη να έχετε...

Επίσης για όποιον ενδιαφέρεται υπάρχει το τρενάκι που σε πηγαίνει στο JungfrauHoch – Top of Europe (3454μ.) μέσα από τα έγκατα του Eiger με καταπληκτική θέα και απίστευτες εγκαταστάσεις από τους Ελβετούς (κόστος 130€). Κάνει και ολιγόλεπτη στάση στο Eigerwand.

Το Jungfrauhoch είναι επίσης ιδανικό για μια ανάβαση στο Mӧnch και Jungfrau.

Εναλλακτικά, μπορείτε να πάτε στην κορυφή του Schilthorn με το περιστρεφόμενο εστιατόριο και την επίσης καταπληκτική θέα στην γύρω περιοχή.

Όλα βέβαια εξαρτώνται από τον καιρό. Ενδεικτικά, λίγες ημέρες πριν την επίσκεψη μας, έριξε φρέσκο χιόνι στα γύρω βουνά, που έκανε απαγορευτική την ανάβαση στο Eiger (τουλάχιστον για μια εβδομάδα). Επίσης, το Eiger είναι σχετικά ντροπαλό και δεν εμφανίζεται συχνά χωρίς την σχεδόν μόνιμη παρέα των πυκνών σύννεφων.

Για την οργάνωση, καθαριότητα και συντήρηση όλων των μονοπατιών αλλά και όλων των λοιπών εγκαταστάσεων, δε χρειάζεται να πω κάτι...

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Όλυμπος - Γομαρόσταλο

To SMS του Αποστόλη με ανταπόκριση του άλλου γιδιού Γκώστα περί right through βροχής στην περιοχή του Ολύμπου, δε με προβλημάτισε ιδιαίτερα. Υποτίθεται ότι γύριζα στην Ελλάδα για 4 ημέρες για να ξεκουραστώ και διάλεγα να κάνω μια γαιδουρο ή γομαροανηφόρα 1500 μέτρων υψομετρικής, με κακή πρόγνωση του καιρού, αλλά με παρέα καλών φίλων.

Η εναλλακτική μιας βόλτας στο Βόλο με επίσκεψη στα πασίγνωστα τσιπουράδικα, στριφογύριζε στο μυαλό μου, όπως και το αυτοκίνητο του Μάκη στις στροφές πάνω από το Λιτόχωρο για τον τελικό προορισμό της ημέρας τα Πριόνια. Χαιρετούρες με τα άλλα παιδιά και ύπνος στα ελάχιστα ομολογουμένως καλυμμένα μέρη του αναψυκτηρίου και των βοηθητικών του χώρων (χωρίς να εξαιρεθεί και η εξωτερική τουαλέτα) αναμένοντας τον καιρό της επομένης.

Η πρόταση του Μάκη για έγερση στις 04:00 για την αποφυγή της προβλεπόμενης καταιγίδας, κρίθηκε μη υλοποίησιμη και ανεδαφική. Παρόλα αυτά, η ομάδα θα κάνει μια υποχώρηση και θα θυσιάσει τουλάχιστον 1 ώρα ύπνο και κατά τις 0700 θα πάρει το δρόμο για τα ψηλά. Ατελείωτη ανηφόρα, αλλά σε πολύ καλή σήμανση στο μονοπάτι του Γομαρόσταλου. Στην πρώτη ώρα, στάζω ολόκληρος. Μικρές στάσεις, στα 1650 βρίσκουμε το μονοπάτι που έρχεται από το Στράγκο, και με μια μεγάλη τραβέρσα στο μοναδικό ίσιο κομμάτι της διαδρομής, βρισκόμαστε σε ένα λιβάδι, έναρξη της ράχης. Τα σύννεφα πληθαίνουν, και παρακαλάμε όλοι μας να κρατήσει για λίγο ο καιρός. Η ράχη στην αρχή είναι πολύ ανοικτή, θα περάσουμε από λιβάδια, παρέα με τα ρόμπολα και θα κάνουμε την πρώτη μεγάλη στάση σας στα 2100, πάλι σε χαρακτηριστικό ώμο-λιβάδι. Τα σημάδια σταματούν, τραβερσάρουμε μια πλαγιά – σάρα, βλέπουμε οτι δεν κάνουμε μεγάλη πρόοδο και αποφασίζουμε να πάμε όλο ευθεία για να βρούμε την αρχή του λουκιού για την έξοδο μας στο Οροπέδιο.

Η ομίχλη κάνει αισθητή την παρουσία της και επηρεάζει κάποιους από τους συμμετέχοντες .Το τελευταίο κομμάτι, άχαρο, μας θυμίζει (dejavu) την σάρα του Σκολιού, που είχαμε περπατήσει, περίπου ένα χρόνο πριν. Η Μάρθρα θα ταλαιπωρηθεί λίγο, αλλά θα τα καταφέρει και όλοι μαζί, μπαίνουμε στο λούκι για τα τελευταία 150 μέτρα υψομετρικής. Το πρώτο βήμα θα με προβληματίσει καθώς γλυστράει, αλλά μετά όλα γίνονται πιο εύκολα.

Ομοιάζει με αυτό του Μύτικα, αλλά είναι σαφώς μικρότερο. Η σήμανση συνεπής σε βοηθάει να ακολουθήσεις την ασφαλή πορεία. Από τη στιγμή που μπήκαμε στο λούκι, η ομίχλη δεν μας άφησε να δούμε τίποτα, μόνο φωνές από την πλευρά της Σκούρτας και του Λαιμού.

Με αποφασιστικά βήματα, περνάμε και τις τελευταίες δυσκολίες και είμαστε στο οροπέδιο. Πλέον , σκεφτόμαστε ένα πράγμα. Τη θαλπωρή του καταφυγίου και την κουβέντα με το διαχειριστή του, καλό φίλο και επίτιμο μέλος των Αλλού Γιαλλού, Mike. Είναι μεσημέρι και δε θα μπορέσουμε να πούμε όχι σε ένα πλούσιο γεύμα, περιμένοντας και τον Κώστα με την Ελισάβετ, που διάλεξαν τα κλασσικά από Πετρόστρουγκα. Τα λέμε με τον Mike, ξεκινάει και η βροχούλα, αλλά δε μας νοιάζει πια. Μεσημεριανός ύπνος με background ήχο τις σταγόνες που μουσκεύουν τη σκηνή μας, αλλά και με την αξεπέραστη παρέα του θρόνου του Δία. Το απογευματάκι, χαλαρή βόλτα στις γύρω κορυφές, φωτογραφίες, αστεία και πάνω από όλα χαλαρή διάθεση. Συνεχίζουμε με δείπνο και συζητήσεις για την επόμενη ημέρα. Δεν νοιώθω την ανάγκη να κάνω κάτι περισσότερο. Είμαι ήδη πλήρης. Τελικά, την επομένη οι περισσότεροι θα απολαύσουμε τις πολυθρόνες του καταφυγίου και μόνο ο Μάκης θα σώσει το γόητρο των Αλλού Γιαλλού με την μοναχική του ανάβαση στο Στεφάνι.

Χαιρετάμε τον Mike και καταλήγουμε, από Λαιμό – Πετρόστρουγκα στη Διασταύρωση και στη συνέχεια για καφέ (φραπέ για την ακρίβεια) στο Λιτόχωρο, γιατί καλός ο cappuccino και ο espresso αλλά....

Αποχαιρετισμοί και σχέδια για επόμενες εξορμήσεις....

ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ

Περισσότερες φωτογραφίες στο

http://picasaweb.google.com/nmonezis/Olympos_Gomarostalo#

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Στην αετοφωλιά των Τζουμέρκων



Η ομάδα έδωσε αρχικό ραντεβού στο Κιάτο για τις απαραίτητες διευθετήσεις αυτοκινήτων στο σπίτι του Αποστόλη. Αναχώρηση αργά το απόγευμα και πρώτη στάση στην Αμφιλοχία για σύντομο δείπνο (να γευτούμε και ένα σουβλάκι εμείς οι ξενιτεμένοι). Η πορεία μας συνεχίζεται για Άρτα και μέσω Ροδαυγής τελικός προορισμός οι Μελισσουργοί. Ο Αποστόλης τους είχε επισκεφτεί πρόσφατα για να συνεπικουρήσει τον Κωστή στην αναγνωριστική της επίσημης εξόρμησης του ΕΠΟΣ Φυλής. Από ένστικτο και μόνο, τα δυο τελευταία χρόνια, πίστευα πως το συγκεκριμένο χωριό θα απολάμβανε τέλεια θέα, μιας και κυκλώνεται πραγματικά από τους στοιβαρούς όγκους της Κακαρδίτσας και των Τζουμέρκων. Δεν έπεσα έξω. Όπως με καμάρι υποστηρίζουν οι ντόπιοι η αετοφωλιά τους. Φτάσαμε σχετικά αργά (02:30) τιμώντας το σχετικό έθιμο των εξορμήσεων του τριημέρου του Αγ.Πνεύματος.
Αναζήτηση στέγης, κλασσικά σε εκκλησία και πιο συγκεκριμένα στο ευρύχωρο χαγιάτι της κεντρικής εκκλησίας του χωριού (Αγ.Νικόλαος). Τα χαλιά πέριξ της εκκλησίας δεν μας ανησύχησαν (για πιθανή λειτουργία την επομένη) και απολαύσαμε έναν γλυκό ύπνο. Ξύπνημα κατά τις 08:30, έκανα μια μικρή βόλτα στο χωριό μέχρι να σηκώθούν και οι υπόλοιποι, φωτογραφίες και όλοι μαζί για καφέ στην πλατεία του χωριού συνοδεία ντόπιας χορτόπιτας και τυρόπιτας.
Η διάθεση της ομάδας χαλαρή, η πρόβλεψη για το σημερινό καιρό όχι και η καλύτερη (καταιγίδες μετά το μεσημέρι). Το παίρνουμε απόφαση και λίγο πριν τις 11 (!) εκκίνηση αφού πρώτα ο οδηγός μας (Αποστόλης) θα επιστρέψει για να πάρει το χάρτη που προς στιγμή είχε ξεχάσει. Το μονοπάτι έχει «πέσει» σε κάποια σημεία και πολύ γρήγορα θα χρειαστεί να κάνουμε δυο μικρές αλλά δροσερές διασχίσεις των ρεμάτων που περνάνε δίπλα από το χωριό. Θα συνεχίσουμε ριζά στο ποτάμι και θα πάρουμε την ανηφόρα από ομολογουμένως όχι ξεκάθαρο μονοπάτι «σημαδεύοντας» ένα μεγάλο φάγωμα της Κακαρδίτσας ψηλά και αριστερά μας. Θα περάσουμε από πυκνό δάσος και θα κάνουμε την πρώτη στάση χαζεύοντας τον όγκο της Στρογγούλας, της Μπρέσιανης (Πλάκα ή 2364) και του αυχένα των Μελισσουργών.
Συνέχεια, χωρίς μεγάλες υψομετρικές σε πεδίο που θυμίζει Καλλιακούδα πριν το διάσελο, θα συναντήσουμε αγελάδες και αυτόματα θα δημιουργηθούν συνειρμοί για αλπικά Ελβετικά τοπία με φόντο τα χιονισμένα Τζουμέρκα, το φρέσκο χορτάρι και με τα συμπαθητικά τετράποδα. Ο Αποστόλης μας δείχνει τον στόχο μας, τον Σταυρό των Μελισσουργών. Έχουμε τουλάχιστον 800 μέτρα σκληρής ανηφόρας μπροστά μας. Θα κάνουμε άλλες δυο στάσεις για να φτάσουμε τελικά στο περίφημο σημείο με την ανεπανάληπτη θέα στη Στρογγούλα αλλά και την Κακαρδίτσα.
Ο καιρός έχει κλείσει ανησυχητικά. Πρέπει να φτάσουμε στις στάνες πριν την Κακαρδίτσα σύντομα. Τα πρώτο ψιλό χαλάζι κάνει γκελ στο χορτάρι. Δεν προλαβαίνω καν να βάλω το αδιάβροχο παντελόνι μου. Θα μας συντοφεύσει για τα επόμενα 30 λεπτά μέχρις ότου, ακολουθώντας το χωματόδρομο συναντήσουμε την πρώτη στάνη. Η πόρτα είναι κλειδωμένη και θα αναγκαστούμε 7 άτομα να περιμένουμε να κοπάσει το χαλάζι στην διπλανή πέτρινη στρούγγα με το τσίγκο. Έχουμε γίνει μούσκεμα. Απέναντι, στη Μακριά Ράχη (Πλουν) πάνω από τον Ασπροπόταμο λιακάδα.
Σιγά – σιγά ξεμυτίζουμε και στήνουμε τις σκηνές. Η ανάβαση στην Κακαρδίτσα θα πρέπει να περιμένει, πάλι. Ο απρόσμενος ήλιος θα μας βοηθήσει να στεγνώσουμε κάποια ρούχα, ενώ ο Βαγγέλης θα ανάψει φωτιά που θα μας συντροφεύσει μέχρι αργά. Ώρα για μαγείρεμα, τα γκαζάκια παίρνουν μπροστά και δε μένει παρά να απολάυσουμε τη θέα τριγύρω. Κακαρδίτσα, Μακριά Ράχη, Τσιγκόρι, Φούρκα και ο επιβλητικός Κρυάκουρας. Κουβεντούλα γύρω από τη φωτιά συνοδεία ρακής. Αποσύρομαι στην σκηνή και ελπίζω αύριο ο καιρός να μας επιτρέψει να συνεχίσουμε την πορεία μας κάνοντας ένα μεγάλο κύκλο επιστρέφοντας στους Μελισσουργούς.
Ξύπνημα σχετικά νωρίς, με τέλειο καιρό και το κλασσικό καφεδάκι. Η διαδρομή μας σήμερα θα περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο κίνηση σε κορυφογραμμή, μέχρι τον Κρυάκουρα και στη συνέχεια προσέγγιση του Αυχένα των Μελισσουργών ή Αυτί. Χαζεύουμε μια τον Κρυάκουρα, μια πίσω μας την Κακαρδίτσα και μπαίνουμε στην ράχη πότε ακριβώς πάνω της , πότε τραβερσάροντας αριστερά, πλησιάζοντας τον όγκο του Κρυάκουρα και έχοντας την ευκαιρία να μελετήσουμε την υπόλοιπη πορεία μας. Η αλήθεια είναι ότι κάποια σημεία φαίνονται απότομα και κάποια δεν φαίνονται καθόλου. Πηγαίνουμε σχετικά αργά και τα σύννεφα κάνουν την εμφάνιση τους.
Θα τραβερσάσουμε από δεξιά τον Κρυάκουρα χωρίς να δοκιμάσουμε να τον πλησιάσουμε περισσοτερο, και θα επιδοθούμε για το επόμενο 3ωρο σε ανεβοκτέβασμα απότομων χορταριασμένων πλαγιών με τελικό στόχο το Αυτί. Θα ψιλοανησυχήσουμε όταν λίγο πριν τον αυχένα θα δούμε μπροστά μας μια κάθετη πλαγιά, χωρίς να διακρίνεται τρόπος διαφυγής αλλά η ανακούφιση θα έρθει μερικά λεπτά μετά με το θέαμα του χαραστηριστικού σταυρού (από πέτρες) στο εν λόγω διάσελο.
Διακρίνεται το μονοπάτι που οδηγεί στα λιβάδια πάνω από τα Θεοδώριανα, αλλά και το δικό μας για την στάνη απένταντι με τους 2 χωματόδρομους. Απότομη κατεβασιά από σάρα στο ποτάμι, εκ νέου πέρασμα και τελική ανηφόρα για τη στάνη. Είμαι δεύτερος πίσω από τον Αποστόλη όταν ακούω να μου φωνάζει. Ο θείος Παύλος, ο θείος Παύλος... Βρίσκουμε τη σύντροφό του Μαρία και μας δείχνει το δρόμο πιο πάνω. Διακρίνεται το χαρακτηριστικό μπλε μπουφάν. Έχουμε την τιμή να βρεθούμε με έναν θρύλο των Ελληνικών βουνών, τον Παύλο Ευαγγελίδη. Είχε μόλις γυρίσει από την κορυφή Κομμένη (ή Κομμένα) των Τζουμέρκων (και μάλιστα όχι την κύρια αλλά την Δυτική). Σύντομα καταλαβαίνουμε πόσο λίγα γνωρίζουμε για τα βουνά τριγύρω. Θα κατέβουμε όλοι παρέα προς το Αγκάθι, θα χαζέψουμε έναν τεράστιο καταρράκτη και μετά ακολουθώντας το δρόμο για το χωριό, αφού προηγούμενως μοιραστεί μαζί μας, πληροφορίες για μυστικά περάσματα από το Γερανοβούνι (και όχι Γερακοβούνι) για την χθεσινή τους διαδρομή, κατεβαίνοντας από ένα λούκι της Στρογγούλας και πολλά άλλα.
Βγαίνοντας στο δρόμο, αρχίζει η καταιγίδα. Οι βροντές και οι αστραπές είχαν φτάσει πολύ κοντά μας. Θα υπομείνουμε την βροχή για την επόμενη μια ώρα, αλλά δεν μπορεί να μας χαλάσει την διάθεση. Πλησιάζουμε προς την ολοκλήρωση της πορείας μας, σίγουρα κουρασμένοι αλλά τόσο γεμάτοι. Θα ακολουθήσει πλούσιο δείπνο με ηλεκτρολύτες και παϊδάκια, θα συζητήσουμε με τον Παύλο για το παρόν και το μέλλον της ορειβασίας στην Ελλάδα, για μελλοντικές πορείες και θα αποσυρθούμε σε άλλη εκκλησία στην είσοδο του χωριού με παιδική χαρά. Την επομένη, ξύπνημα με τρελό ήλιο και επιστροφή (αφού αγναντεύσουμε από μακριά τα Τζουμέρκα με προεξέχουσα την κορυφή της Ρόκας) γιατί πρέπει να ξενιτευτούμε πάλι.
Ευχαριστoύμε όλους τους συμμετέχοντες, και μια ειδική μνεία στον αδερφό Αποστόλη για την οργάνωση της εξόρμησης και για τον υποδειγματικό τρόπο που μας οδήγησε σε μια ομολογουμένως δύσβατη περιοχή (χωρίς να χρειαστεί να δικαιολογήσουμε το όνομα της παρέας μας).
Και Μάκη μην ανησυχείς. Θα ξαναπάμε στον Κρυάκουρα...
Περισσότερες φωτογραφίες

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Τουριστικός Οδηγός της λίμνης Como (και μη χειρότερα)



Μιας και η παραμονή μου εδώ στην ξενιτιά θα διαρκέσει αρκετούς μήνες, σε συνδυασμό με την αγάπη μου για το βουνό, θα παραθέτω κατά καιρούς τις διάφορες βόλτες μου στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης του Como.

Λίγα γεωγραφικά στοιχεία για την περιοχή. Η λίμνη του Como ουσιαστικά είναι ένα ανάποδο Υ στην βόρειοδυτική άκρη της ατελείωτης πεδιάδας της Λομβαρδίας. Τα βουνά που την περιτριγυρίζουν είναι στην πλειοψηφία τους ομαλά χωρίς απότομες εξάρσεις – κόψεις με μέγιστο ύψος τα 1700 μέτρα (νότιο τμήμα). Όσο όμως κατευθυνόμαστε στο Βορρά (Alto Lago di Como) και στα σύνορα με την Ελβετία, το τοπίο αλλάζει δραματικά με οροσειρές που ξεπερνούν τα 2000 μέτρα. Το ίδιο ισχύει και στα ανατολικά της λίμνης, όπου η οροσειρά της Grigna, κόβει την ανάσα με την ομοιότητα της με τους Δολομίτες. Δυτικά συνορεύει με την επίσης γραφική λίμνη του Lugano, που το μεγαλύτερο μέρος ανήκει στην Ελβετία.

Οι δυο κύριες πόλεις βρίσκονται στα δυο κάτω άκρα του ανάποδου Υ, το Como και το Lecco. Περιμετρικά αυτής βρίσκονται αρκετά γραφικά χωριά και κάποια γνωστά τουριστικά θέρετρα, όπως το Belaggio, Menaggio, Tremezzo, κτλ.



Monte Boletto (1.235μ)
Η ανάβαση ξεκινάει από το Brunate, το χαρακτηριστικό λόφο πάνω από τη λίμνη του Κόμο. Ο πιο εύκολος τρόπος για να βρεθείτε στο εν λόγω λόφο είναι να πάρετε τον οδοντωτό (funicular) από την πόλη του Κόμο (4,5 € το εισιτήριο μετ’επιστροφής). Από το σταθμό του οδοντωτού, ακολουθούμε τις ενδεικτικές πινακίδες για τον φάρο του Volta, από πλακόστρωτο ανηφορικό μονοπάτι (παλιό μουλαρόδρομο) που κόβει τον στενό ασφαλτόδρομο.
Στην πλατεία του San Maurizio (πολύ κοντά στο φάρο), κατευθυνόμαστε αντίθετα στο φάρο και ακολουθώντας την άσφαλτο για 10 λεπτά, οδηγούμαστε σε μεγάλο parking με εκκλησία και υπέροχη θέα στη λίμνη. Από αυτό το σημείο, το χιόνι είναι περισσότερο και στα σκιερά σημεία κάνει την εμφάνισή του και ο πάγος. Σε λίγο θα βρούμε ενημερωτική πινακίδα που μας πληροφορεί για 2 καταφύγια που θα βρούμε στο δρόμο μας πριν την κορυφή (Baita Bondello, Baita Boletto). Όλη η πορεία μέχρι την τελική κόντρα της κορυφής πραγματοποιείται σε δασικό δρόμο.

Η θέα από την κορυφή απερίγραπτη. Μεγάλο μέρος της λίμνης στα πόδια σου, σχεδόν όλες οι Ελβετικές Άλπεις στα Ανατολικά (με το Monte Rosa να ξεχωρίζει), πολλά άγνωστα βουνά στο Βορρά (που θα πάει, θα τα μάθω), και σχέδια για επόμενες εξορμήσεις.

Με ενυπωσίασαν ο κόσμος που περπατάει στο βουνό (από μικρά παιδιά, μέχρι ηλικιωμένοι), τα δυο ανεμόπτερα που πέταγαν ξυστά πάνω από τα κεφάλια μας και τα ανεξάντλητα μονοπάτια της περιοχής। Συνολική πορεία από το Brunate στην κορυφή και επιστροφή: 3 ώρες. Υψομετρική διαφορά: 600 μέτρα

Monte Bisbino (1325μ)
Η διαδρομή ξεκινάει από το χωριό Rovenna, που βρίσκεται πάνω από το γραφικό και πολυσύχναστο Cernobbio. Αφήνουμε το αυτοκίνητο στο δημοτικό parking και ψάχνουμε την αρχή του μονοπατιού. Οι καταπιστικότατες πινακίδες δε μας αφήνουν πολλά περιθώρια για να χαθούμε και αφού βρούμε το δρόμο Via Segantini, πιάνουμε το πλακόστρωτο μονοπάτι-μουλαρόδρομο. Θα κάνουμε ένα μικρό λαθάκι αλλά θα επιστέψουμε γρήγορα στον ίσιο δρόμο. (δε θα το έλεγα). Επίμονη κόντρα και πολλά στριφογυρίσματα, και ένα απέραντο καστανόδασος, θα περάσουμε από εξοχικές κατοικίες με τρελή θέα στη λίμνη, διασταυρώσεις για να καταλήξουμε στην αγροικία της Madorna (850 μέτρα). Από κει θα πάρουμε για λίγο τον στενό ασφαλτόδρομο, μέχρι να βρούμε νέα πινακίδα για τον προορισμό μας. Από δω ξεκινάει το χιόνι. Η χιονόπτωση των προηγούμενων ημερών θα μας βοηθήσει μιας και έχει δημιουργηθεί ένα ικανό στρώμα μαλακού χιονιού πάνω σε ένα λεπτότερο παγωμένου. Η κλίση επίμονη, θα περάσουμε από το εκκλησάκι του San Carlo και πλεον σε αρκετά χιονισμένο τοπίο, θα κάνουμε τα τελευταία 200 μέτρα υψομετρικής για να βρούμε την κορυφή του βουνού φυτεμένη με διάφορες κεραίες και ένα καταφύγιο με μικρό εκκλησάκι.
Θα είναι ίσως η πρώτη φορά που με καθαρό καιρό δε θα έχουμε 360 μοίρες οπτικής θέας μιας τα δέντρα και οι κεραίες, αλλά και το μισό μέτρο χιόνι μας κρύβουν το Βορρά। Θα αναζητήσουμε τον ιδιοκτήτη του καταφυγίου και θα μας εξηγήσει ότι το καταφύγιο είναι κλειστό για το λόγο ότι το πάτωμα του έχει πλημμυρίσει λόγω του μεγάλου όγκου
χιονιού στην οροφή. Παρ όλα αυτά θα μας φτιάξει ενα cappuccino που θα τον απολαύσουμε με θέα το Brunate και το Como, με αρκετά θολή ατμόσφαιρα. Μελετάμε τις γύρω κορυφές για επόμενες εξορμήσεις και κατεβαίνουμε αρκετά γρήγορα από τα ίδια. Συνολική διάρκεια πορείας: 5 ώρες. Υψομετρική διαφορά 900 μέτρα

Περπατώντας γύρω από το Torno

Έχει προηγηθεί η χθεσινή επίπονη ανάβαση στο Bisbino. Θα προτιμηθεί χαλαρό περπάτημα γύρω από το γραφικότατο Torno, συμβουλευόμενος πάντα τον πολύτιμο οδηγό για διαδρομές γύρω από τη λίμνη του Como. Ακολουθούμε τις οδηγίες, μετά το βενζινάδικο, παρκάρουμε σε μικρή πλατεία και ξεκινάμε. Ακολουθούμε ταμπέλες που αναφέρουν Strada Regia αλλά πολύ σύντομα θα καταλάβουμε πως δε μας οδηγούν στον επιθυμητό προορσμό. Παρόλα αυτά θα μας χαρίσουν 1-2 καλά πλάνα και αντίστοιχες φωτογραφίες του Torno από ψηλά. Επιστροφή και περιπλάνηση στα σοκάκια του χωριού για ανεύρεση σημαδιών. Αναγκάζομαι και βγάζω τον χάρτη για να καταλάβω που ξεκινά το μονοπάτι. Λίγο πριν βγούμε ξανά στον κεντρικό δρόμο, βλέπω το σημάδι για τη Piazzaga. Πλακόστρωτο μονοπάτι με απερίγραπτη θέα στη λίμνη, περνάμε από αρκκετά εγκατελειμένα πέτρινα σπίτια, μια πολύ γραφική τοξοειδής πύλη και πρώτη στάση στο γεφυράκι με χαρακτηριστικό μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στην Παναγία. Πινακίδα μας ενημερώνει για άλλο αξιοθέατο (γρανιτένιος τύμβος). Δε θα αντισταθούμε. Επιστροφή στο γεφυράκι και πλέον στο ανηφορικό μονοπάτι για τη Piazzaga.
Αρχίζει το χιόνι, πάλι υπάρχουν παγωμένα κομμάτια, πιάνουμε τον δρόμο, αλλού λασπωμένος, αλλού χιονισμένος. Είμαστε περίπου στα 600 μέτρα και κατευθυνόμαστε στο Montepiatto. Ωραίο χωριό, χτισμένο περιμετρικά του ομώνυμου λόφου, που στην κορυφή του υπάρχει εκκλησία. Απερίγραπτη θέα προς το βόρειο κομμάτι της λίμνης, ατενίζουμε τη χθεσινή μας πορεία που φαίνεται αρκετά απότομη, τελευταίο αξιοθέατο της πορείας μας το Pietra Pendula (ένα βράχινο μνημείο με περίεργο σχήμα)।
Έχοντας μελετήσει το χάρτη θέλαμε να μην επιστρέψουμε από τα ίδια. Απο την κορυφή του λόγου φύγαμε με ένα ζευγάρι Ιταλών και για να σιγουρευτούμε τους ρωτήσαμε αν γνώριζαν την εναλλακτική πορεία επιστροφής. Εκείνοι θα μας προτείνουν τον ίδιο δρόμο επιστροφής, αλλά θα τους αγνοήσουμε και θα εμπιστευτούμε την κρίση και το χάρτη μας. Θα πάρουμε το πανεμορφο κατηφορικό μονοπάτι, δικαιωμένοι για την επιλογή μας, θα διασταυρωθούμε με αρκετούς ανθρώπους και θα συνομιλήοσυμε με συμπαθέστατο ζευγάρι ηλικιωμένων, που ο άνδρας προσπαθεί να πείσει τη γυναίκα του να περπατήσουν λίγο ακόμα (από τα ελάχιστα που καταλάβαμε), και θα καταλήξουμε πια στο σημείο εκκίνησης μετά από περίπου 4 ώρες χαλαρού περπατήματος.
Μακάρι να υπήρχαν αντίστοιχα μονοπάτια (τόσο καθαρά, προσεγμένα, και παραδοσιακά) και στην Ελλάδα।

Monte Grona (1.736m)
Νέος προορισμός - στόχος το Monte Grona. Βρίσκεται ανατολικά της λίμνης του Como, λίγο πιο πάνω από το δρόμο που οδηγεί στο Lugano και για την ακρίβεια πάνω από το τουριστικό θέρετρο Menaggio. Οδηγώντας από το Como για το Menaggio, μπαίνοντας στο χωριό ακολουθούμε την πινακίδα για το Plesio. Πριν από το Plesio, θα περάσουμε από άλλα δυο χωριά (Logo, Ligomeno) για να καταλήξουμε στη Breglia.
Παρκάρουμε απέναντι από το νεκροταφείο (παρόλες τις παραινέσεις του συνοδοιπόρου-συναδέλφου μου για να παρκάρουμε πιο πάνω) και παίρνουμε τον ασφαλτόδτρομο με ενδεικτική πινακίδα για το καταφύγιο του Menaggio. Σε 50 μέτρα βλέπουμε πινακίδα (ασπρη-κόκκινη) να μας οδηγεί σε χαρακτηριστικό μονοπάτι που κόβει τον ασφαλτόδρομο 2 φορές. Στο σημείο που θα βρούμε συρματόσκοινο με βαγονέτο (είναι ο τρόπος μεταφοράς των προμηθειών στο καταφύγιο, θα αγνοήσουμε φαρδύ μονοπάτι – χωματόδρομο και θα κινηθούμε δεξιά στον ασφαλτόδρομο για περίπου 200 μέτρα.
Νέο σημάδι θα μας οδηγήσει σε μια σειρά αγροικιών – εξοχικών με ανεπανάληπτη θέα προς τη λίμνη του Como. Θα βγούμε για τελευταία φορά σε ασφαλτόδρομο που θα μας φέρει σε κιόσκι με βρύση και πληροφορίες για το καταφύγιο και τις διαδρομές της Grona. Η ανηφόρα συνεχίζεται και ο καιρός δείχνει να κλείνει. Βγαίνουμε σε μεγάλο πλάτωμα (parking), όπου είναι το τελευταίο σημείο που μπορεί να φτάσει αυτοκίνητο (το καλοκαίρι) και παίρνουμε την τελική ανηφόρα για το καταφύγιο.
Θα επιλέξουμε το δεξί παρακλάδι του μονοπατιού (sentiero alto), το οποίο έχει λίγο μεγαλύτερη κλίση, αλλά προσφέρει καλύτερη θέα. Λίγες ψιχάλες δεν είναι αρκετές για να μας αποτρέψουν από την τελική προσπάθεια. Σε λίγο θα αντικρύσουμε το καταφύγιο. Ώρα τώρα διακρίνουμε τη βράχινη θέα της Grona. Θυμίζει έντονα το Αρτεμίσιο. Συνάντηση με 2-3 ακόμη πεζοπόρους. Χωρίς να το πολυκαταλάβουμε βρισκόμαστε σχεδόν στο ύψος του καταφυγίου αλλά πρέπει να τραβερσάρουμε όλη την πλαγιά, η οποία σε κάποια σημεία έχει χιονούρες. Περνάμε το πρώτο εμπόδιο, στο επόμενο υπάρχει προστατευτική αλυσίδα. Τελικά θα βρούμε μόνο ένα πονηρό πέρασμα (ψιλοπαγωμένο), το οποίο θέλει επίσης προσοχή μετά από έντονη χιονόπτωση για χιονοστιβάδες, όπως μάθαμε. Είμαστε στο καταφύγιο (1385μ) και δεν αντιστεκόμαστε στον πειρασμό ενός cappuccino.
Η εξυπηρετικότατη και πρόσχαρη γυναίκα που μας υποδέχεται μας εξηγεί πως δεν έχουν μηχανή και θα αρκεστούμε σε ένα cafe latte (ας είναι). Ο καιρός κλείνει επικύνδυνα. Μαθαίνουμε για τις επιλογές μας από δω και πάνω. Έχουμε και λέμε. Direttissima ή direct ανάβαση στην κορυφή (1 ώρα), normale (λίγο πιο γλυκειά ανάβαση στην κορυφή, 1ώρα και 15 λεπτά) και για κερασάκι στην τούρτα μια via ferrata (Del Centenario). Το χιόνι, ο κακός καιρός, αλλά πάνω από όλα η έλλειψη εξοπλισμού μας κόβουν την όρεξη. Ακόμη και η επιλογή ενός πανοραμικού σημείου 15 λεπτά από το καταφύγιο (Pizzo Coppa) με θέα στις 3 λίμνες (Como, Lugano, Piano) θα εγκαταλειφθεί. Πλέον πιάνουμε κουβέντα με τους ευγενέστατους ιδιοκτήτες του καταφυγίου (Sonia και Dario), συλλέγουμε πληροφορίες για άλλα κοντινά βουνά (Bregagno), πότε είναι ανοικτό το καταφύγιο, πόσο κοστίζει η διανυκτέρευση και υποσχόμαστε να επιστρέψουμε όταν θα έχουν φύγει τα χιόνια. Η επιστροφή μας θα είναι γρήγορη, συνοδεία ψιλόβροχου. Όταν θα φτάσουμε στη Breglia, η Grona θα έχει εξαφανιστεί από τα μάτια μας.

Συνολικός χρόνος Διαδρομής με επιστροφή (χωρίς στάσεις): 3 ½ ώρες. Υψομετρική διαφορά: περίπου 650 μέτρα


Περισσότερες πληροφορίες για την περιοχή της Grona