Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Για χαμπίμπι για λελέλι (Θύμησες που δε μου θύμισες)



Μια εβδομάδα μετά τη γιορτή του πατέρα, οι τρεις πατεράδες (αφού μαζέψαμε και τον Κώστα από τον υπερσύγχρονο (!) ΣΣ Λειβαδιάς, κατευθυνθήκαμε προς τη Μάννα, με μικρή στάση για μια μπυρίτσα στην Αράχωβα και αφού επιβεβαιώσαμε πως στο μέρος κατασκήνωσης – διανυκτέρευσης δε θα λάμβανε χώρα κάποιο μυστήριο, κινηθήκαμε προς τα κει.


Εντυπωσιακό μέρος, υπέροχη χωμάτινη διαδρομή που ο Αποστόλης και ο υπογράφων έιχαμε επισκεφτεί πριν 10 χρόνια (θύμησες που δε θύμησες)  για να γλυτώσουμε τον αφρικάνικο καύσωνα που έπληττε τα χαμηλά (42-43 βαθμούς). Παραδόξως,  την πρώτη φορά, ξυπνώντας την επόμενη ημέρα, θα αγνοούσαμε επειδεικτικά το άγριο πεδίο και θα επιστρέφαμε σπίτια μας.Αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Έχουμε πληροφορίες, έχουμε μελετήσει διαδρομές στο internet, έχουμε gps, χάρτες, αλλά και το πιο σημαντικό: όρεξη για βουνό και περιπέτεια. Το αρχικό σχέδιο έλεγε ανάβαση από Σιδηρόπορτο, μονοπάτι 22 μέχρι Τσάρκο, και μετά, κατέβασμα από Τσάρκο στη Βλαχόλακκα και μέσω Βρωμόβρυσης πίσω στη Μάννα. Την τελευταία βδομάδα πριν τη συνάντηση έπεσε αρκετή μελέτη και «έπεσα» σε αναφορά για κόψη της Μάννας που ήταν το ίδιο πράγμα με αυτό που μας έλεγε ο φίλος μας ο Γιώργος (Γεροντόβραχος) για μια εντυπωσιακή διαδρομή ανάμεσα  στο Πάνω και το Κάτω Χαμπίμπι. Το σχέδιο εγκρίθηκε και απέμενε η υλοποίησή του.


Παρ’ όλες τις συστάσεις μου, θα αφήσουμε το αυτοκίνητο δίπλα στην κατασκήνωση, ενώ είχα προτείνει να το αφήναμε για τα μάτια του κόσμου 30 μέτρα μακρύτερα. Το σημείο ιδανικό. Αφού απολαύσαμε τη θέα τριγύρω, αποφασίσαμε να θυμηθούμε και τη μαγειρική στο βουνό… Τορτελίνια, κάτι αφυδατωμένα μακαρόνια με σάλτσα, σαλάτα τόνου, εννοείται ένα ζβαν για μεζέ, συνοδεία ρακής και τσίπουρου.  Απολαύσαμε τη θέα της Πελοποννήσου με τα παραλιακά φώτα και κοιμηθήκαμε στρωματσάδα στην είσοδο του ξωκλησιού, με ελαφρείς υπνόσακους και με το ελαφρύ αεράκι. Οι σκηνές θα μείνουν παραπονεμένες για ακόμη μια φορά στο αυτοκίνητο.

Ο Ηλίας  δε θα μας ξυπνήσει τελικά τόσο νωρίς, αφού δεν ήμασταν όπως νομίζαμε στο ανατολικότερο σημείο του Παρνασσού (για καλή μας τύχη).  Καφεδάκι, πρωινό με διάφορα κρουασανοειδή, ετοιμασία σακιδίων και βουρ την κατηφόρα για τη πηγή (Μάννα).Τα γίδια που χαζεύαμε προηγουμένως, έχουν επιστρέψει από την πλαγιά που θα τραβερσάραμε, άρα ένα βάσανο λιγότερο. Στάση για νερό, ανεφοδιασμό και αφού και το σχόλιο του διερχόμενου βοσκού περί δύσκολής διαδρομής και ενός σημείου που θέλει πολύ προσοχή δε μας προβληματίζει, η  διαδρομή ξεκινάει…

Αν δεν χρειάζεται να προμηθευτείτε νερό, δε χρειάζεται να ξεκινήσετε από τη πηγή, κατάσαρα, αλλά προτιμήστε τον τυφλό χωματόδρομο. Θέλει υπομονή στην αρχή λόγω της κλίσης, ειδικά αν το σακίδιο είναι παραφορτωμένο. Υπάρχουν ξεβαμμένα βελάκια στην αρχή, και ξεβαμμένα κόκκινα σημάδια καθ΄ όλη την ανηφορική πορεία,
μέχρι τη συνάντηση με το 22. Η διαδρομή είναι άκρως εντυπωσιακή, το μάτι πέφτει συνέχεια στα κοφτερά μυτίκια και τις άγριες πλαγιές εκατέρωθεν (Πάνω και Κάτω Χαμπίμπι).Το δύσκολο σημείο, το βρίσκουμε πάνω στο μισάωρο και είναι στην πραγματικότητα, 3-4 βήματα που χρειάζεται κανείς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του. Τίποτα περισσότερο…

Σαν ομορφιά ανάβασης, θα του έδινα ένα κλικ παραπάνω από την ανάβαση στη Στρογγούλα, αφού είναι μαεστρικός ο  τρόπος που κερδίζεις ύψος. Δε φοβάμαι να πω ότι είναι πιο εντυπωσιακή διαδρομή από τις Κοπρισιές. Υπολείπεται του μονοπατιού Καραγιάννη, σε υψομετρική διαφορά και συνολική δυσκολία διαδρομής. Σημείο κατατεθέν της διαδρομής ένα διαμπερές διαμέτρου 1,5 μέτρου, ότι πρέπει για αναμνηστικές φωτογραφίες (VrachoLand). Σε άλλο σημείο της διαδρομής υπάρχουν μεταλλικά σκαλιά και συρματόσκοινο, πολύ πιθανό για τις χειμερινές επισκέψεις στη διαδρομή.


Από τα πιο άγρια τοπία που μπορεί να συναντήσει κανείς στην Ελλάδα (ποιος Όλυμπος;).
Με χαλαρή διάθεση και 2-3 στάσεις χρειαστήκαμε 3 ώρες για να βγούμε στο μονοπάτι 22.
Από κει σε άλλα 30 λεπτά είμαστε Τσάρκο. Τα σύννεφα μαζεύονται, έρχονται και οι πρώτες στάλες, είναι ώρα να επιστρέψουμε, αφού πρώτα βγάλουμε την αναμνηστική φωτογραφία και χαζέψουμε τις γύρω κορυφές και τους δυο ορειβάτες που βρίσκονται απέναντι στην Τουμπόραχη.  Οι σταγόνες γίνονται πιο συχνές, η επιστροφή από τα ίδια επισπεύδεται, και τα μπουμπουνητά είναι τόσο ψαρωτικά που θα στερήσουν την απόλαυση των Μαύρων Λιθαριών απέναντι και του κατεβάσματος από το Σιδηρόπορτο (45 λεπτά από Τσάρκο), μιας και δεν έχουμε το χρόνο και την δυνατότητα να καταλάβουμε που είναι το επίκεντρο της επερχόμενης καταιγίδας. Θα σταθούμε τυχεροί, μιας και τα φαινόμενα κατευθύνονται προς τον Πετρίτη, και θα κατέβουμε αρκετά γρήγορα, από το Σιδηρόπορτο, που είναι στην πραγματικότητα μια μακριά σάρα με σιδερένια σκαλοπάτια και συρματόσκοινα, και κάποια στιγμή στο παρελθόν με ξύλινα σκαλοπάτια. Πλήρης απομυθοποίηση! Επιστροφή στην Αγ. Κυριακή με ήλιο πια, κάποια πετραδάκια μέσα στα παπούτσια και «γεμάτοι» από την εντυπωσιακή μας βόλτα.

Έχουμε μόνο μια επιλογή μπροστά μας. Να ανακάμψουμε…











 






Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Bachelor στα Τζουμέρκα (ή το άνοιγμα της Πέρδικας)


Έπρεπε να παντρευτεί το γίδι (Κώστας) για να κανονίσουμε ένα τριήμερο στο βουνό εν είδει bachelor (!). Βρήκαμε το πρώτο κοινό ελεύθερο ΣΚ, κανονίσαμε τα της διανυκτέρευσης στο καταφύγιο,  ο Αποστόλης αγωνιούσε για το εργασιακό του μέλλον, αλλά τα καταφέραμε. Αργά το απόγευμα της Παρασκευής στην Πύλη Τρικάλων φορτώνοντας τα σακίδια στο Terios του Κώστα. Η νύχτα δε μας επιτρέψει να δούμε πολλά πράγματα από την ομολογουμένως όμορφη διαδρομή προς Στουρναραΐικα, θύμησες από το πέρασμα της Γκρόπας, και επιβεβλημένη στάση για ένα τσιπουράκι στη Μεσοχώρα. Εκεί θα μάθουμε για το άνοιγμα του κυνηγιού της πέρδικας (θα το επιβεβαιώσουμε και την επομένη στο περπάτημα στο βουνό). 


Συνεχίζουμε στα τούνελ (Ευρώπη γίναμε!), άντε πάλι θύμησες από προηγούμενες εξορμήσεις (το εκκλησάκι που τολμήσαμε να κοιμηθούμε και μας  ξύπνησε ο παπάς το πρωί για την μοναδική λειτουργία όλου του χρόνου, έξω από το Βουργαρέλι), και έχοντας ανά χείρας τον χάρτη (Αποστόλης) και το GPS (ο γράφων) θα καθοδηγούμε τον οδηγό μας, μέχρι τους Μελισσουργούς. Φτάνοντας σχεδόν μεσάνυχτα, δεν έχουμε πολλές επιλογές, από το να στήσουμε στο χώρο του parking του καταφυγίου, παρά το γεγονός ότι ψάξαμε με τους φακούς για τους χώρους κατασκήνωσης, που θα μας φανερώνονταν την επομένη με το πρώτο φως της ημέρας.  

Στο καταφύγιο δεν υπάρχουν ωράρια, περιμένουμε κάποιον από τους ιδιοκτήτες/διαχειριστές  να φανεί, έχουμε προσδοκίες ακόμα και για πρωινό, αλλά οριακά θα προλάβουμε να χαιρετηθούμε με τον ένα από αυτούς (Αποστόλη εκ Βόλου) και απλά να μας γεμίσει τα παγούρια με νερό. Στήνουμε τις σκηνές για να μην ψάχνουμε πάλι στο σκοτάδι (έχοντας μπροστά μας μια γεμάτη πορεία 10 ωρών) και ξεκινάμε από το καταφύγιο με στόχο το καταφύγιο των Πραμάντων αφού χαζέψουμε στη διαδρομή τους καταρράκτες. 

Η σήμανση στα Τζουμέρκα έχει «απογειωθεί» σε σχέση με την τελευταία εξόρμηση μου το 2011. Σε μια ώρα, στάση στο έτερο καταφύγιο (εφάμιλλης φιλοξενίας)  για καφεδάκι. Στόχος πλέον η Στρογγούλα από το χαρακτηριστικό ελικοειδές μονοπάτι που σε ανεβάζει γλυκά μέχρι τα 1730 και τη γνωστή πέτρινη στρούγκα. Έχουμε μαζί
μας πλέον 3 τετράποδους φίλους (2 από την αρχή, τον Τατς και τη Χάσκι (?)) και τη Ζάρα από το καταφύγιο των Πραμάντων. Στάση για ξεκούραση αλλά και αναπλήρωση νερού από πηγή (5 λεπτά) τραβερσάροντας  νοτιοανατολικά.

Συνεχίζουμε περνώντας από το χαρακτηριστικό βράχο στα 1860μ και το μικρό πέρασμα λίγο αργότερα, βγαίνοντας στο διάσελο κάτω από τη Στρογγούλα. Αφήνουμε τα σακίδια για μια εποπτεία της περιοχής, μια αναμνηστική φωτογραφία στην κορυφή και επιστροφή στο διάσελο για κολατσιό.Η συνέχεια της διαδρομής μας είναι ξεκάθαρη, πάνω στην κορυφογραμμή, με μικρά ανεβοκατεβάσματα,  η μέρα είναι ηλιόλουστη και ξεχωρίζει στα δεξιά η εντυπωσιακή Ρόκα. 3 ώρες χρειαστήκαμε μέχρι τη Στρογγούλα και θα φάμε χαζά – χαζά άλλη 1,5 ώρα στην κορυφογραμμή μέχρι να φτάσουμε στα σύνορα (η νοητή γραμμή της ράχης της Ρόκας που έχουν χτίσει οι ντόπιοι μια ξερολιθιά).  
Μπροστά μας η Πλάκα (2364μ) και το Γερακοβούνι (για άλλους Γερανοβούνι). Βγάζουμε πολλές φωτογραφίες με στόχο τη μελέτη του περάσματος που τουλάχιστον στον γράφοντα έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις (διαβάζοντας τα τεύχη του Ανεβαίνοντας αλλά και αναζητώντας πληροφορίες στο διαδίκτυο). Άλλα 20 λεπτά για να σταθούμε στον τεράστιο κούκο που σηματοδοτεί το πέρασμα προς Μελισσουργούς. Μαζεύονται σιγά –σιγά κάποια σύννεφα αλλά δεν μας ανησυχούν. Αυτό που πραγματικά είναι ανησυχητικό, είναι το απότομα κατέβασμα προς το Αγκάθι ειδικά για κάποιον που έχει να περπατήσει τόσο καιρό και είναι πρακτικά αγύμναστος.

Πιο χαλαροί και χωρίς να υπάρχει λόγος να βιαζόμαστε, σε 1 ώρα και 30 λεπτά έχουμε φτάσει στο δρόμο, όπου και ανεφοδιαζόμαστε σε νερό.
Άλλη 1 ώρα σε χωματόδρομο και άσφαλτο, χαζεύοντας τα ντουβάρια που είχαμε περπατήσει νωρίτερα, μπαίνοντας στο χωματόδρομο αριστερά που γίνεται πλακόστρωτο μονοπάτι και επιστροφή στο καταφύγιο, κουρασμένος, φουλ πιασμένος αλλά γεμάτος…

Καθαρές ώρες πορείας: περίπου 9
Υψομετρική διαφορά: περίπου  1150μ.
Προτιμήστε σκληρό μποτάκι γιατί τα Τζουμέρκα είναι άγρια…

Στο καταφύγιο θα βρούμε τον ΕΟΣ Άρτας που έχει έρθει για μια ανάβαση στο Κρυάκουρα, θα μιλήσουμε και με το εκλεκτό μέλος του φόρουμ Βασίλη (για την πρόσφατη διάσχιση της Ρούμελης, για το πέρασμα του Γερανοβουνίου, για το Κρυάκουρα),
θα διαπραγματευτούμε τη συμμετοχή στην αυριανή τους πορεία, αλλά η ώρα εκκίνησης είναι η τέλεια αφορμή (τουλάχιστον για μένα) για να αρνηθώ ευγενικά.  Όχι τίποτα άλλο, να παραμείνει η επιθυμία επόμενης επίσκεψης στην περιοχή. Τελικώς, θα προτιμηθεί αντ’ αυτής κυκλική πορεία προς Πράμαντα για λόγους αποθεραπείας.

Ημέρα 2η

Πέσαμε για ύπνο ξεροί έχοντας ως δεδομένο ότι ο Αποστόλης θα συντροφεύσει τους Αρτινούς για τον Κρυάκουρα. Με το έτερο γίδι Κώστα, δεν είχαμε αποφασίσει κάτι συγκεκριμένο, άντε να πηγαίναμε μέχρι το καταφύγιο Πραμάντων, να παραδώσουμε και τη Ζάρα στα παιδιά και να γυρίσουμε από τα ίδια, άντε να κάνουμε και μια παράκαμψη από Μονή Αγ. Παρασκευής. Αμ δε…

Κάτι το τσουρ- τσουρ από κάποιες ψιχάλες στις 5:00 το πρωί και οι σκέψεις για κλειστό καιρό, κάτι να μη μας αφήσει το αγόορι μας μόνους μας, να χάσουμε την ημέρα μας κάνοντας τίποτα, καταλήξαμε να ξυπνήσουμε χαλαρά κατά τις 10, με ομολογουμένως κλειστό καιρό προς την Κακαρδίτσα. Βλέποντας ότι ο σεφ Φώτης δε ξυπνάει, βολευόμαστε με ελληνικό καφέ, σχεδιάζοντας την πορεία μας. Ο Αποστόλης θα έκανε ότι μπορούσε για να τη μεγαλώσει και τελικά τα κατάφερε.   

Κάνουμε την ίδια πορεία προς το καταφύγιο των Πραμάντων και στο ύψος που βλέπουμε τους καταρράκτες, ακολουθούμε την ταμπέλα για τη σπηλιά Κατσαντώνη. Ο Κώστας θα μας εξιστορήσει τις περιπέτειες του οπλαρχηγού, και τη μεγάλη επικράτεια που κάλυπτε με τις εξορμήσεις του (θεωρούσα ότι έδρασε περισσότερο στα Άγραφα, όπου υπάρχει και άλλη σπηλιά με το όνομα του). Η σπηλιά στην πραγματικότητα είναι μια τρύπα και πολύ κοντά βρίσκεται και το μοναστήρι της Αγ. Παρασκευής. Από το καταφύγι
ο έχουμε ενημερωθεί ότι υπάρχει μονοπάτι από το μοναστήρι για τα Πράμαντα, οπότε και το ακολουθούμε. Η σήμανση υποδειγματική, τα μανιτάρια στα φόρτε τους. Χρειάζεται λίγη προσοχή, όταν μπούμε σε ένα ρέμα που μας οδηγεί πιο ψηλά, μη ξεχαστούμε, έχοντας το νου μας για τα σημάδια που θα μας οδηγήσουν δεξιά, από σάρες στην αρχή και χαρακτηριστικά ξέφωτα στη συνέχεια, τελικώς στην κορυφή 1035 του χάρτη της Ανάβασης με κολωνάκι παρακαλώ.

Λίγη προσοχή στα πρώτα βήματα μετά την κορυφή, σε λίγο θα βγούμε σε δασικό και από κεί, το μονοπάτι στο δάσος, θα μας βγάλει στα πρώτα σπίτια ανατολικά του χωριού. Στάση στη μεγάλη πλατεία για τσιπουράκι και μπύρα. Υπολογίστε περίπου
2:00 – 2:15 καθαρές, χωρίς στάσεις. Η Στρογγούλα είναι κρυμμένη από βαριά συννεφιά και οι μαγαζάτορες στη Πράμαντα μαζεύουν σιγά-σιγά τα μαξιλάρια από τις καρέκλες στην πλατεία. Η επιστροφή μας θα γίνει από άλλο μονοπάτι (Τ2), το οποίο στην αρχή του είναι πλακόστρωτο, με ξύλινους φράκτες (τα ΕΣΠΑ να είναι καλά) και το οποίο πολύ γλυκά (συμφωνούν και οι ταλαιπωρημένοι μυς μου) μέσα από το δάσος Μαρκοπούλου θα μας ανεβάσει στον χωματόδρομο που έρχεται από τη μονή Αγ. Παρασκευής. Οι πρώτες ψιχάλες έχουν αρχίσει και λίγο πριν το χωματόδρομο θα βάλουμε τα αδιάβροχα μας. Εννοείται ότι από τη στιγμή που τα βάλαμε, η όποια βροχή έκοψε αισθητά. Στη διαδρομή μέχρι τώρα έχουμε βρει 2 βρύσες για νερό. 

Συνεχίζουμε στο χωματόδρομο προς την Αγ. Παρασκευή, μέχρι τη διασταύρωση για το καταφύγιο Πραμάντων. Αγνοούμε τα σημάδια του μονοπατιού, μιας και αυτό εξυπηρετεί περισσότερο την ανάβαση στη Στρογγούλα. Άλλα 1,5 χλμ στο χωματόδρομο μέχρι το καταφύγιο με αρκετή ομίχλη. Στάση για καφεδάκι, «απολογούμαστε» μιας και η Ζάρα ακολούθησε τους Αρτινούς στο Κρυάκουρα, άρα και η επιστροφή της θα καθυστερήσει, τιμούμε το μανιταρομεζέ της Πόλας και επιστρέφουμε σιγά σιγά στο ορμητήριο μας για να δοκιμάσουμε τις σημερινές σπεσιαλιτέ του Φώτη.

Ημέρα 3η

Τρίτη ημέρα αυτή της επιστροφής. Δευτέρα και δε δουλεύουμε. Τι ευτυχία…
Θα στεγνώσουμε ρούχα και σκηνές και με βαριά καρδιά θα ετοιμαστούμε για την επιστροφή. Μιλάμε με τα παιδιά του καταφυγίου, μας λένε για τα επόμενα σχέδια τους σχετικά με το καταφύγιο, τους ευχαριστούμε για τη φιλοξενία και επιλέγουμε για επιστροφή το Πέρασμα του Μπάρου. Όλη η διαδρομή είναι μια ανεπανάληπτη οδηγική εμπειρία. Οι γκρεμίλες στο δρόμο για Καλαρρύτες, η μονή Κηπίνας,  το αλπικό τοπίο προσεγγίζοντας τον Μπάρο, η μυθική (τουλάχιστον για μένα) πηγή Βλαχοδήμα Νικούλτσα, η κορυφή της Τσούμα Πλαστάρι, η θέα προς την υπόλοιπη Κακαρδίτσα, το Περιστέρι. Αλλά και η συνέχεια, παρέα με τον Ασπροπόταμο, μελαγχολώντας που για ακόμα μια φορά δεν υπάρχει χρόνος για κάτι ακόμη. Περνάμε πινακίδες με χωριά που θα θέλαμε να επισκεφτούμε (Ανθούσα, Χαλίκι, Μηλιά, Γαρδίκι, Αθαμανία). Θα αναγνωρίσουμε πλήθος γνωστών και άγνωστων κορυφών (ένα από τα χόμπι μας) και θα αποχαιρετιστούμε στην Πύλη Τρικάλων, μέχρι την επόμενη μάζωξη. 

Όλες οι φωτογραφίες από το τριήμερο:

Ημέρα 1η
Ημέρα 2η
Ημέρα 3η

Να ζήσουν η νύφη και ο γαμπρός...


Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Δίρφυς (Σ2-Σ3)



Μέχρις ότου το υπουργείο Παιδείας δώσει μια οριστική λύση στην επαγγελματική αποκατάσταση της φίλης μας – αναπληρώτριας καθηγήτριας Γερμανικών, Μάρθρας, εμείς με συνέπεια θα την επισκεπτόμαστε, όπου το Ελληνικό κράτος αποφασίζει να την «τοποθετεί».

Αυτή τη φορά, το μέρος είναι πολύ οικείο, η Άνω Στενή Ευβοίας, παρόλο ότι μας πήρε αρκετές επισκέψεις για να ανακαλύψουμε τον πεζόδρομο μέσα στο χωριό με τις καφετέριες και τις ταβέρνες. Είναι αρχές Φλεβάρη, τα πολλά χιόνια του προηγούμενου μήνα έχουν λιώσει και  μόνο από τις αφηγήσεις της Μάρθας καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα ένα μήνα πριν. Κάπου εκεί και μετά από μια μικρή βόλτα στο χωριό και ένα καλό γεύμα, οι υπόλοιπες συζητήσεις ήταν για το γράφοντα, απλά ένα νανούρισμα στον ομολογουμένως στενό καναπέ της.

Την επομένη, μετά από ένα καλό πρωινό αποφασίστηκε η πορεία της διαδρομής μας. Θα ανέβουμε από το Σ2 στο καταφύγιο και θα κατέβουμε από το Σ1. Παίρνουμε την άσφαλτο, μέχρι το ύψος ενός εγκαταλειμμένου ξενοδοχείου (!). Μπαίνουμε δεξιά σε χωματόδρομο και πολύ σύντομα καλούμαστε να αποφασίσουμε ποια διαδρομή θέλουμε να κάνουμε (Σ2 ή Σ3). Η ψυχρολουσία θα έρθει άμεσα. Το ρυάκι κατεβάζει αρκετό καιρό και δεν υπάρχει τρόπος να το περάσουμε  στεγνοί. Κοιταζόμαστε, από τη μια βαριόμαστε να βγάζουμε παπούτσια και κάλτσες,
από την άλλη, δεν έχουμε κάνει ούτε 10 λεπτά περπάτημα. Η αρχική διστακτικότητα υποχωρεί και η αίσθηση του παγωμένου νερού είναι  αναζωογονητική. Τα σημάδια της πρόσφατης βαρυχειμωνιάς παραμένουν στο μονοπάτι. Ανεβαίνουμε και απολαμβάνουμε το αισθητικό δάσος της Στενής.  

Κόβουμε τον χωματόδρομο και κάνοντας μια παραλλαγή από μονοπάτι που μάλλον χρησιμοποιείται για downhill, βρισκόμαστε στην άσφαλτο. Από κει, βουρ για το καταφύγιο, που θα συναντούσαμε το έτερο ζευγάρι της παρέας Γιώργο – Σοφία, που προτίμησε κάτι πιο τουριστικό. Θα τιμήσουμε το τσάι του βουνού που μας προσφέρθηκε στο καταφύγιο, θα απαολαύσουμε τη ζεστασιά δίπλα ή ενίοτε πάνω στο τζάκι και θα πάρουμε σιγά – σιγά το δρόμο της επιστροφής από άλλο μονοπάτι αυτή τη φορά, το Σ2.
Πολύ περισσότερο χιόνι από αυτή την πλευρά του βουνού, ειδικά στους χωματόδρομους, όπου θα κάνουμε και sprints (!) , τραβερσάρουμε μια πετρώδη πλαγιά με καθαρή θέα στο Ξηροβούνι, και απολαμβάνουμε τις διαφορές βλάστησης όσο κατεβαίνουμε προς τη Στενή. Τέλος της διαδρομής μας, πίσω από το γήπεδο της Στενής με το εκκλησάκι του Αγ. Κήρυκα.  



  Μάρθρα, μη ξεχάσεις του χρόνου να δηλώσεις Ευρυτανία (καμιά Γρανίτσα)  ή Καρδίτσα (Αργιθέα)


Περισσότερες φωτογραφίες:

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Βαρδούσια Δαγκωτό


Στα πλαίσια άσκησης των εκλογικών μου δικαιωμάτων, επιστρέφω στο χωριό, μετά από αρκετούς μήνες. 

Οχι μεγάλη διάθεση, ούτε μεγαλεπίβολα σχέδια.

Θα περπατήσω λίγο στο ξεχασμένο κομμάτι του Ε4 μεταξύ γέφυρας Νταού και Κακοδούκα και για εξτραδάκι στον Πάνω Αράπη με στόχο τα "Κθάρια"


Απόσπασμα από το χάρτη της Ανάβασης


Με θέα την Γκιώνα


Στο μονοπάτι για τον Αράπη

Πύργος Γκιώνας


Θέα από τον Αράπη

Το ξεχασμένο Ε4

Προσθήκη λεζάντας

Από τη γέφυρα Νταού

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Γύρος Λίμνης Μόρνου





Δεκαπεντάγουστος του '11. Οι φίλοι μου (Αποστόλης - Γεωργία - Χριστίνα) σχεδιάζουν ποδηλατική εξόρμηση στη λίμνη του Μόρνου. Για κάποιο λόγο δε ψήνομαι, παρόλο που μόλις έχω πάρει ποδήλατο και επιλέγω μοναχική πεζοπορική εξόρμηση στα Τζουμέρκα!
Από μια μηχανική βλάβη, στα πρώτα χιλιόμετρα, στο ποδήλατο του Αποστόλη, ο γύρος του Μόρνου δε θα πραγματοποιηθεί και θα μείνει σαν εκκρεμότητα.


Μετά από τρία χρόνια, τελευταίο σαββατοκύριακο του Αυγούστου, έχοντας υποχωρήσει η ζέστη, η Χριστίνα και εγώ, αποφασίζουμε μια δευτερη απόπειρα. Έτσι, Παρασκευή Βράδυ ανηφορίζουμε για τη κλασσική διανυκτέρευση στην Αγ. Τριάδα, πάνω από την Καλοσκοπή.Ξύπνημα με βροχή και ομίχλη (άλλος θεός στις Βρύζες) πρωινός καφές και βουρ για τη λίμνη. Από τη Στρώμη και μετά ο καιρός καλοκαιρινός. 

Χαζεύουμε την ορθοπλαγιά της Συκιάς και το ανάπτυγμα της Νοτιας των Βαρδουσίων (ταυτοποιώντας για ακόμη μια φορά το χτένι της Νεραιδοτσουμας – θα γραφεί και σχετικό άρθρο) και ξεκινάμε το γύρο της λίμνης από το χωριό Κάλλιο αριστερόστροφα.


Σίγουρα υπάρχουν κομμάτια ψιλοαδιάφορα, ειδικά αυτά που απομακρύνονται από τη λίμνη, αλλά η διαδρομή αξίζει (καλύτερες εποχές σίγουρα το φθινόπωρο με τα σχετικά χρώματα και γιατί όχι νωρίς την άνοιξη με φόντο τις χιονισμένες πλαγιές Γκιώνας και Βαρδουσίων). Εντυπωσιάζει ο βράχος της αρχαίας Καλλίπολης με το εκκλησάκι του Αγ. Γιάννη από το Στενό, καθώς και ο βράχος του Πρ. Ηλία (πάνω από το Κάλλιο). Στη διασταύρωση για Κόκκινο – Κροκυλλειο, κόβει την ανάσα  η θέα των Βαρδουσίων καθώς και οι χαρακτηριστικοί βράχοι πάνω από τη Γρανίτσα (Διακόπι).


Σήμα κατατεθέν της λίμνης, τα τυρκουαζ νερά της, καθώς και το πλήθος των αγελάδων που βόσκουν γύρω της. Το ασύρματο κοντεράκι μου έχει σπάσει τα νεύρα καθώς συχνά μηδενίζεται κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής. Χονδρικά τα στατιστικά στοιχεία της διαδρομής:
 
Χλμ: 63,0
Θετική Υψομετρική διαφορά: 1100μ
Καθαρή διάρκεια πορείας: 4h:40min
Συνολική διάρκεια πορείας: 8h (μας καθυστερήσανε οι μπύρες στο Λιδωρίκι )

Στάσεις για νερό:
• Θα βρείτε σίγουρα νερό στη πάνω πλατεία του Κόκκινου (αν ακολουθήσετε το κατηφορικό μονοπάτι)
• Στο χώρο της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα με παγκάκια και βρύση (στο ύψος του χωριού Άβορος)
• Στο Λιδωρίκι (απαραίτητη στάση για καφέ – μπύρα)
• Στο Βελούχοβο (πολύ κοντά στο Κάλλιο – αξίζει να περπατήσετε 5 λεπτά για να δείτε τη σπηλιά που βγαίνει το νερό)


Όλες οι φωτογραφίες της διαδρομής εδώ

Και ένα γράφημα της διαδρομής:
http://ridewithgps.com/trips/3357005#


Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Η ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ



Μέρος  1ο  Διάσχιση Λευκών Ορέων

Μετά από πολλές συζητήσεις, μελέτες, ενδοιασμούς και διάφορα άλλα θέματα πάσης φύσεως και παρόλο τις ελαφρώς δυσοίωνες προβλέψεις των μετεωρολογικών σάιτ (site), για χαμηλές θερμοκρασίες, αέρηδες, μικρούς υετούς και διάφορα τέτοια χαζά, καταφέρνω να πείσω (χι, χι) την Γεωργία να διασχίσουμε τα ερημικά, τεράστια, πέτρινα Λευκά όρη για δεύτερη φορά μαζί.
Αυτή την φορά επιλέγουμε κάτι πιο (λέμε τώρα) χαλαρό και έτσι εκμεταλλευόμενοι την `εκλογική άδεια` της Γεωργίας, επιβιβαζόμαστε στο `ΕΛΥΡΟΣ`, την Πέμπτη 15 Μαΐου με προορισμό την Σούδα. Θα βρούμε καλό αρχικά μέρος προς κατάκλιση στο κατάστρωμα, θα τσιμπήσουμε μερικά από τα υπάρχοντα μας και θα αφεθούμε στην δίνη του Αίολου!!
Φτάνουμε στο λιμάνι της Σούδας και αμέσως στο αστικό για Χανιά και πριν της 7 αποτελούμε τους μοναδικούς επιβάτες του ΚΤΕΛ για Θέρισο, ένα μικρό περιποιημένο τουριστικό χωριό, πατρίδα του Ελ. Βενιζέλου, αρχή της πορείας μας. Το χωριό γεμάτο με ταβέρνες και καφενεία, όλα κλειστά όμως, οπότε κατά τις 8 ξεκινάμε την μακριά, όπως αποδείχθηκε, πορεία μας προς το κέντρο των Λευκών.

1η μέρα        
Έχει δροσιά παρόλο που είμαστε στα 580μ αλλά πολύ γρήγορα αρχίζουν οι δυσκολίες. Λίγο έξω από το χωριό ξεκινά το μονοπάτι που είναι καλογραμμένο αλλά χρειάζεται να περάσουμε ουκ ολίγες φορές από φράχτες, πόρτες, βάτα, κατσίκια και διάφορα άλλα εμπόδια. Με τα πολλά και με κάμποση ταλαιπωρία φτάνουμε στις Αλιακές στα 840μ, σημείο με πλατάνια και νερό. Γρήγορα βγαίνουμε σε χωματόδρομο και αφού κάνουμε επανειλημμένα κοψίματα που όχι μόνο δεν μας βοηθούν αλλά μας ταλαιπωρούν κιόλας, θα φτάσουμε στα Σελιά, σημείο που αφήνουμε τον δρόμο στα 1230μ. Περπατάμε ήδη 4 ώρες και έχουμε κάνει το θεωρητικά εύκολο κομμάτι και έχουμε δρόμο μπροστά μας. Με αργό αλλά σταθερό ρυθμό κερδίζουμε την υψομετρική που θέλαμε, ο στόχος πλέον είναι το μιτάτο του Πύργου στην Λιβάδα, πριν όμως από αυτό πρέπει να περάσουμε από άλλα πέντε. Με την σειρά το μιτάτο του Σελιά με πηγή!!, του Καψέκα, και μετά από μία ατελείωτη τραβέρσα του Ξυλάρη θα φτάσουμε το μιτάτο Τρία Μάτια όπου και θα ψήσουμε καφεδάκι συνοδεία του ήλιου που μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν καλά κρυμμένος.
Το τοπίο πλέον γίνεται αλπικό έτσι ακριβώς όπως μας αρέσει και ειδικά στα Λευκά. Κατηφορίζουμε στην δολίνη του Κολοκυθά, ανεβαίνουμε στο ομώνυμο μιτάτο, άλλο ένα της Βασιλικής και φτάσαμε σε διασελάκι στα 1850μ πάνω ακριβώς από την Λιβάδα. Το βουνό φανερά πια έχει ελάχιστο έως καθόλου χιόνι, καμία σχέση με τον Ιούνη του 2012. Μια μικρή ανηφόρα μας οδηγεί στον Πύργο 1880μ που μας είχε φιλοξενήσει πριν δυο χρόνια. Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά, το μιτάτο είναι ελαφρώς αλλαγμένο. Δυσκολευόμαστε να βρούμε σημείο, αλλά τελικά στρώνουμε το χοντρό νάιλον κάτω και από πάνω τα κάρυματ. Συνοπτικές διαδικασίες για το φαγητό γιατί το κρύο είναι ήδη τσουχτερό. Φοράμε ότι έχουμε με 1 βαθμό θερμοκρασία και ελπίζουμε ότι δεν θα βρέξει… Μία ώρα μετά με το ζόρι προσπαθεί να με ξυπνήσει η Γεωργία γιατί ένα ψιλό χαλαζάκι πέφτει εδώ και λίγα λεπτά. Συναγερμός. Σκεπαζόμαστε με το νάιλον αλλά η βροχή δυναμώνει και μουσκευόμαστε. Μπαίνουμε άρον άρον μέσα στο μιτάτο όπου και θα περάσουμε τις επόμενες 5 ώρες καθιστοί, μέσα στους υπνόσακους και με τα πόδια μας απλωμένα πάνω σε δύο μπιτόνια νερό και ρακί!!! Μετά τις 4 τα ξημερώματα θα ξαπλώσουμε και πάλι ως το πρωί που όλα είχαν στεγνώσει.


2η μέρα
Αρκετά κρύο το πρωινό, κατά τις 8 + αναζητούμε τον ήλιο για να μας ζεστάνει. Η διαδικασία γνωστή, στέγνωμα του εξοπλισμού, καφεδάκι, πρωινό, και αναχώρηση τελικά προς Αγ. Ιωάννη κατά τις 10.30. Περιέργως έχει ήλιο με δόντια και περπατάμε με fleece!! Μία ώρα μετά μικρή στάση στο καταφύγιο του Κατσιβέλη  προς αναζήτηση δικτύου στο κινητό, συνάντηση με μοναχικό 50άρη Τσέχο που κουβαλάει τα πάντα και τα περπατάει όλα, και τρεις ώρες μετά πέφτουμε στον Ποταμό, μια ρηχή ρεματιά (χωρίς νερό βέβαια) που μισή ώρα μετά μας οδηγεί στο ομώνυμο μιτάτο. Εκεί αντί να συνεχίσουμε προς το φαράγγι του Ελυγιά, ανηφορίζουμε αριστερά την απότομη σάρα με το καλογραμμένο μονοπάτι που πολλές πολλές ώρες μετά, και αφού τραβερσάρουμε όοοολη την Ζαρανοκεφάλα από εντυπωσιακό μονοπάτι μέσα στην ομίχλη, πέφτουμε στον δρόμο πάνω από το χωριό στην περιοχή Κρούσια με τα τρία πηγάδια. Μετά από πάρα πολύ πέτρα, επιλέξαμε, σύμφωνα με τον χάρτη, την ομαλότερη κατάβαση στο χωριό που δεν ήταν τίποτε άλλο από μια χαράδρα με ακόμη περισσότερη πέτρα αλλά με καλή σήμανση (χι χι). Ο επίλογος γράφτηκε στο όμορφο ταβερνάκι του Αντώνη και της Άννας με σπιτικό φαγητό και συνοδεία ρακής και κρασιού, ενώ διαπιστώσαμε για ακόμη μια φορά την φιλοξενία των Κρητικών ειδικά σε τέτοια χωριά, αφού τα παιδιά μας άφησαν να κοιμηθούμε μέσα στο μαγαζί… απολαυστικός ύπνος.

3η μέρα
Πρωινό ξύπνημα από τα λίγα. Ώρα 8, με πολύ δροσιά, σε υπέροχη αυλή με θέα, φραπεδάκι, σφακιανή πίτα, δεν μας κάνει καρδιά να φύγουμε. Βγάζουμε την πορεία της ημέρας. Κατεύθυνση νότια, 45 λεπτά έξω από το χωριό φτάνουμε σε απίστευτο γκρεμό 700+ μέτρα πάνω από την θάλασσα. Η Γεωργία μένει κάγκελο από την θέα, δεν πιστεύει ότι υπάρχει τέτοιο μέρος, αλήθεια είναι ότι εκπλήσσομαι και εγώ, το σημείο είναι πολύ καλύτερο απ ότι περίμενα, ονομάζεται Σελούδα και σε κατεβάζει με δεξιοτεχνικό καλντερίμι στο παραλιακό μονοπάτι Ε4, περίπου 100μ πάνω από την θάλασσα.
Ακόμη πιο χαλαροί, αφού ο τελικός μας προορισμός είναι πολύ κοντά, θα κάνουμε μια καλή στάση στην παραλία του Αγ. Παύλου και κατά τις 3 φτάνουμε στην Αγ. Ρουμέλη, έξοδο του Φάραγγα όπως αποκαλούν την Σαμαριά οι Κρητικοί. Πάμε απευθείας στις `Πάχνες` στο ταβερνάκι με τον συμπαθέστατο Στέλιο που μας πληροφορεί ότι δεν έχει κενό δωμάτιο για διανυκτέρευση. Οπότε απευθυνόμαστε σε κοντινή πανσιόν, κλείνουμε δωμάτιο με 20 ευρώ και αμέσως παραλία για φραπέ με πολύ πάγο! αν και με την συννεφιά και την ψύχρα μάλλον ήταν για ζεστό τσάι. Μπάνιο στο δωμάτιο και η έναρξη του μαραθωνίου παραμονής στις Πάχνες, με άφθονη ρακί, μεζέδες, γλυκά και ξανά ρακί και αρκετή κουβεντούλα με τον ιδιοκτήτη. Μικρή βόλτα στο χωριό και ύπνο.

4η μέρα   
Μέρα αναχώρησης. Οπότε τίποτε παραπάνω από καλό πρωινό με καφέ, καραβάκι για το τουριστικό Λουτρό, δεύτερο καφεδάκι και χαλαρή πορεία 2.30 ωρών προς τα Σφακιά, περνώντας από τη μεγάλη και ωραία παραλία Γλυκά νερά με την άσχημη καντίνα χτισμένη πάνω σε βράχο δίπλα στην θάλασσα. Επίλογος του ταξιδιού, φαγητό στα Σφακιά, το αγαπημένο μας ΚΤΕΛ για Σούδα και επιβίβαση στο καράβι ξανά με πολύ αέρα. Ξημερώματα επιστροφή στην καθημερινότητα αλλά και προετοιμασία για το επόμενο solo project λίγες μέρες μετά…

Διάφορα : Φτηνό και καλό φαγητό, πολλά κεράσματα, φιλόξενοι άνθρωποι, φτηνή διαμονή, normal μετακινήσεις, πανέμορφος τόπος, ιδιαίτερο βουνό, μονοπάτια για όλα τα γούστα, παραλίες για όλους και όλα αυτά στα Λευκά Όρη.   





Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Σίφνος




Χωρίς υπερβολές, ο ορισμός της αρμονίας της ισορροπίας και του μέτρου σε κυκλαδονήσι.
Χωρίς ακρότητες, καταπράσινο, με σπίτια και ξωκκλήσια που αστράφτουν και πολύ φιλόξενο (τουλάχιστον, αυτό εισπράξαμε στη διάρκεια της ολιγοήμερης παραμονής μας). Μέρες του Πάσχα, με τα ποδήλατα μας, γυρίσαμε τα περισσότερα μέρη του νησιού, πλην Χερρονήσου), φάγαμε λίγη βροχή και με τους καλούς μας φίλους Γεωργία και Ααποστόλη, πραγματοποιήσαμε δυο πεζοπορικές διαδρομές, μια από Απολλωνία – Κάτω Πετάλι- Αγ. Λουκά – Παναγιά Πουλάτη – Κάστρο -  Απολλωνία και τη διάσχιση Καμάρες – Βαθύ που θα περιγράψουμε ακολούθως.
 
 Η διαδρομή μας ξεκινά πάνω στον κεντρικό δρόμο Καμαρών – Απολλωνίας, αντι-διαμετρικά του δρόμου  που οδηγεί στην Αγ. Μαρίνα (ξύλινες πινακίδες που ενημερώνουν για Μαύρη

σπηλιά – 45’). Ο τρακτερόδρομος οδηγεί σε μεγάλη δεξαμενή και στη συνέχεια ελίσσεται σε στράτα με καγκέλια (όρος μάλλον αδόκιμος για κυκλαδονήσι) για να βγει στη Μαύρη σπηλιά μετά από 35 λεπτά περίπου με φοβερή θέα στις Καμάρες.  Στη συνέχεια βγαίνουμε σε ένα μίνι οροπέδιο με πολύ πυκνή βλάστηση εντοπίζοντας ερείπια φρυκτωριών (σε περίπου 50 λεπτά, υψομετρικό 400 m) για να διασταυρωθεί το μονοπάτι με εκείνο που διατρέχει τη πλαγιά (Θεολόγος του Μουγκού – Παναγιά Τόσο Νερό). Από τον χάρτη ψάχνουμε το γιδόστρατο που θα μας ανεβάσει 100 μέτρα πιο ψηλά στο εγκαταλελειμμένο νταμάρι (θέση ξερό Ξύλο). Αποφασίζουμε να ακολουθήσουμε την ξερολιθιά ακριβώς πάνω από τη πηγή και δικαιωνόμαστε χωρίς πολλές απώλειες από τους σκληρούς θάμνους και τα αγκάθια.


Βγαίνουμε σε χαρακτηριστική σάρα (!) (υψ.: 510-520) και από γιδόστρατο σημαδεύουμε ράμπα φόρτωσης του μεταλλείου βγαίνοντας σε παλιές εγκαταστάσεις μεταλλείου με στοές (υψ.: 590). Τώρα πλέον όλα είναι απλά.

Πιάνουμε την κορυφογραμμή  ανάμεσα στον Πετρωτό και την προκορφή του Πρ. Ηλία με μικρά ανεβοκατεβάσματα και βγαίνουμε στο ομώνυμο μοναστήρι, όπου και μικρή στάση για καφέ (υπάρχει ντουλαπάκι μέσα σε ένα από τα κτίρια του μοναστηριού που προτρέπει τους επισκέπτες (σε 4 τουλάχιστον γλώσσες) να φτιάξουν καφέ με όλα τα συμπράγκαλα.


Χαζεύουμε τη θέα προς όλες τις κατευθύνσεις και τα γύρω νησιά (Πάρος Αντίπαλος, Κίμωλος, Μήλος, Σέριφος) και κατηφορίζουμε ΝΔ με θέα το λόφο και τα απομεινάρια της Ακρόπολης του Αγ. Ανδρέα μέχρι που βρίσκουμε διασταύρωση μονοπατιών (προς Καταβατή και Παναγιά Τόσο Νερό.)
  
Η κατεύθυνση μας είναι πλέον δυτική και έχοντας παρέα ψηλές ξερολιθιές θα βρεθούμε σε μια αγροικία όπου διάφορα ζώα βόσκουν αμέριμνα (θέση Φλάμπουρο Αγ. Μαρίνας).Παίρνουμε το χωματόδρομο με κατεύθυνση ΒΔ και μόλις βγούμε σε ένα μεγάλο λιβάδι με ταμπελώνα ακολουθούμε τη σήμανση για Βαθύ.   Πάλι βέβαια θα έχουμε επιπρόσθετες επιλογές (Αγ. Γιάννης,  Μαύρο χωριό, Αγ. Νικόλαος τ’αερινά).
Προτιμήσαμε την τελευταία με το εντυπωσιακό ξωκκλήσι του Αι Νικόλα, να ξεχωρίζει  ανάμεσα στο πράσινο της βλάστησης και το μπλε του ουρανού και της θάλασσας. Άλλη μισή ώρα και είμαστε στο Βαθύ, όπου και θα απολαύσουμε τοπικές σπεσιαλιτέ και κρύες μπύρες με τα πόδια μας ακριβώς δίπλα στο κύμα. Υπολογίστε 5 ώρες καθαρό χρόνο σε χαλαρούς ρυθμούς, 14+ χλμ και 750 μέτρα υψομετρική άνοδο.





Περισσότερες φωτογραφίες από το μικρό οδοιπορικό στη Σίφνο εδώ