(ή αλλιώς Keep Walking)
κείμενο: Αποστόλης Στεργίου
Κάπου στις αρχές του 2006 έπεσε στα χέρια μου το τεύχος του `Ανεβαίνοντας` που αναφερόταν στην διαδρομή από τα Γιάννενα ως την Κόνιτσα. `Τρεις μέρες ελευθερίας` ο τίτλος του άρθρου, αρκετά εύστοχος. Τηρώντας λοιπόν το έθιμο που έχω, κάθε 3ήμερο του Αγ. Πνεύματος να επισκέπτομαι την ευρύτερη περιοχή, δοκιμάσαμε την τύχη μας τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Ανάποδα όμως, από την Κόνιτσα ως την πόλη των Ιωαννίνων. Το σχέδιο απέτυχε, λίγο η πολυπληθής ομάδα (6άτομα), λίγο η παρ` ολίγον καταιγίδα πριν το πέρασμα του Καρτερού, μας γύρισαν πίσω στην Μονή Στομίου, πριν την ώρα μας.
Ακριβώς 2 χρόνια αργότερα, με μόνες συμμετοχές τον Κώστα και τον γράφων, ξεκίνησε η δεύτερη απόπειρα για το Project αυτό. Ήταν 13 Ιουνίου, αργά το βράδυ όταν επιβιβαστήκαμε στο ΚΤΕΛ για Γιάννενα. Αξημέρωτα στην πόλη για μπουγάτσα και ελληνικό καφέ και την έκτη πρωινή αναχώρηση για Κόνιτσα.
Ακριβώς 2 χρόνια αργότερα, με μόνες συμμετοχές τον Κώστα και τον γράφων, ξεκίνησε η δεύτερη απόπειρα για το Project αυτό. Ήταν 13 Ιουνίου, αργά το βράδυ όταν επιβιβαστήκαμε στο ΚΤΕΛ για Γιάννενα. Αξημέρωτα στην πόλη για μπουγάτσα και ελληνικό καφέ και την έκτη πρωινή αναχώρηση για Κόνιτσα.
1η Ημέρα
Ξεκίνημα της πορείας στις 7.15 από το γεφύρι της Κόνιτσας στα 440μ. Κινούμαστε στον γνωστό πλέον μισοκατεστραμένο ευτυχώς χωματόδρομο για την Μονή Στομίου. Αρκετά γρήγορα, σε μόλις μία ώρα φτάνουμε στην πηγή έξω ακριβώς από την Μονή. Χωρίς στάση, συνεχίζουμε τον ανηφορικό μας μαραθώνιο για το Σιάδι της Μύγας, ένα τεράστιο καταπράσινο οροπέδιο στα 1400μ. περίπου. Σε καλογραμμένο και με σήμανση μονοπάτι περνάμε από τις τοποθεσίες Δέση και Καλογερικό, μέσα σε δάσος αλλά και με υπέροχα ξέφωτα με θέα την εντυπωσιακή Τραπεζίτσα. Σχεδόν 4 ώρες μετά, απλωνόμαστε στο καταπράσινο λιβάδι για την πρώτη μας ουσιαστικά στάση. Χωρίς χρονοτριβές συνεχίζουμε προς την λάκκα Κοπάνες. Εδώ χρειάζεται προσοχή, το σωστό μονοπάτι ΔΕΝ είναι αυτό με το κόκκινο τετράγωνο σε κίτρινο πλαίσιο που οδηγεί στο Βρυσοχώρι, αλλά ένα μικρότερο, χωρίς σήμανση που κόβει σχεδόν κάθετα την δασωμένη πλαγιά και βγαίνει σε μικρό ώμο πριν την λάκκα. Είναι πολύ εύκολο να χαθείτε, μα η κατεύθυνση είναι σαφής. Ακολουθεί διάσχιση πετρώδους λάκκας και ανάβαση της σάρας-λούκι για το πέρασμα ανάμεσα στης κορφές Γκαμήλα 2 και Καρτερού. Όλη αυτή η περιοχή κρατά χιόνι ως τα τέλη Ιουνίου, οπότε ένα πιολέ είναι χρήσιμο. Άλλες 4 ώρες και η τεράστια υψομετρική των 1900μ. φτάνει στο τέλος της. Ανακουφισμένοι μα προβληματισμένοι για την πυκνή συννεφιά αποφασίζουμε, μετά από ολιγόλεπτη στάση για κολατσιό, να κατηφορίσουμε για το Βραδέτο. Τα κόκκινα σημάδια γίνονται τώρα πιο πυκνά και μετά από 1.30 ώρα φτάνουμε στην Λούτσα Ρομπόζη όπου και συναντούμε πεζοπόρο που έχει έρθει από το καταφύγιο της Αστράκας. Εκπλήσσεται όταν μαθαίνει από πού ερχόμαστε και που πάμε, μας εύχεται καλή τύχη και συνεχίζει αμέριμνος να χαζεύει τις γύρω κορφές. Περνώντας από κοπάδια αγελάδων με παρέα μας τα άγρια σκυλιά της περιοχής, αντικρίζουμε αρχικά το βάραθρο της Γκαιλότρυπας, μετά τις σπηλιές στην αρχή του Μέγα Λάκκου και αφού ανηφορήσουμε ελαφρώς, βγαίνουμε σε ομαλή κορυφογραμμή που θα μας φέρει 6 ώρες από το πέρασμα και συνολικά 14 ώρες μετά την Κόνιτσα, στην πανέμορφη πλατεία του Βραδέτου στα 1340μ. Η ώρα είναι περασμένες 9 και μετά από την σύντομη συνομιλία μας με τον κάτοχο του μοναδικού καφενείου-ταβέρνας του χωριού, απολαμβάνουμε ίσως ένα από τα ωραιότερα γεύματα σε ορεινό χωριό, με την συνοδεία άφθονης ρετσίνας. Λίγες κουβέντες με τους λιγοστούς κατοίκους και τους τρεις Θεσσαλονικιούς πεζοπόρους και επιτέλους η πολυαναμενώμενη κατάκλιση στο υπόστεγο της εκκλησίας.
Ξεκίνημα της πορείας στις 7.15 από το γεφύρι της Κόνιτσας στα 440μ. Κινούμαστε στον γνωστό πλέον μισοκατεστραμένο ευτυχώς χωματόδρομο για την Μονή Στομίου. Αρκετά γρήγορα, σε μόλις μία ώρα φτάνουμε στην πηγή έξω ακριβώς από την Μονή. Χωρίς στάση, συνεχίζουμε τον ανηφορικό μας μαραθώνιο για το Σιάδι της Μύγας, ένα τεράστιο καταπράσινο οροπέδιο στα 1400μ. περίπου. Σε καλογραμμένο και με σήμανση μονοπάτι περνάμε από τις τοποθεσίες Δέση και Καλογερικό, μέσα σε δάσος αλλά και με υπέροχα ξέφωτα με θέα την εντυπωσιακή Τραπεζίτσα. Σχεδόν 4 ώρες μετά, απλωνόμαστε στο καταπράσινο λιβάδι για την πρώτη μας ουσιαστικά στάση. Χωρίς χρονοτριβές συνεχίζουμε προς την λάκκα Κοπάνες. Εδώ χρειάζεται προσοχή, το σωστό μονοπάτι ΔΕΝ είναι αυτό με το κόκκινο τετράγωνο σε κίτρινο πλαίσιο που οδηγεί στο Βρυσοχώρι, αλλά ένα μικρότερο, χωρίς σήμανση που κόβει σχεδόν κάθετα την δασωμένη πλαγιά και βγαίνει σε μικρό ώμο πριν την λάκκα. Είναι πολύ εύκολο να χαθείτε, μα η κατεύθυνση είναι σαφής. Ακολουθεί διάσχιση πετρώδους λάκκας και ανάβαση της σάρας-λούκι για το πέρασμα ανάμεσα στης κορφές Γκαμήλα 2 και Καρτερού. Όλη αυτή η περιοχή κρατά χιόνι ως τα τέλη Ιουνίου, οπότε ένα πιολέ είναι χρήσιμο. Άλλες 4 ώρες και η τεράστια υψομετρική των 1900μ. φτάνει στο τέλος της. Ανακουφισμένοι μα προβληματισμένοι για την πυκνή συννεφιά αποφασίζουμε, μετά από ολιγόλεπτη στάση για κολατσιό, να κατηφορίσουμε για το Βραδέτο. Τα κόκκινα σημάδια γίνονται τώρα πιο πυκνά και μετά από 1.30 ώρα φτάνουμε στην Λούτσα Ρομπόζη όπου και συναντούμε πεζοπόρο που έχει έρθει από το καταφύγιο της Αστράκας. Εκπλήσσεται όταν μαθαίνει από πού ερχόμαστε και που πάμε, μας εύχεται καλή τύχη και συνεχίζει αμέριμνος να χαζεύει τις γύρω κορφές. Περνώντας από κοπάδια αγελάδων με παρέα μας τα άγρια σκυλιά της περιοχής, αντικρίζουμε αρχικά το βάραθρο της Γκαιλότρυπας, μετά τις σπηλιές στην αρχή του Μέγα Λάκκου και αφού ανηφορήσουμε ελαφρώς, βγαίνουμε σε ομαλή κορυφογραμμή που θα μας φέρει 6 ώρες από το πέρασμα και συνολικά 14 ώρες μετά την Κόνιτσα, στην πανέμορφη πλατεία του Βραδέτου στα 1340μ. Η ώρα είναι περασμένες 9 και μετά από την σύντομη συνομιλία μας με τον κάτοχο του μοναδικού καφενείου-ταβέρνας του χωριού, απολαμβάνουμε ίσως ένα από τα ωραιότερα γεύματα σε ορεινό χωριό, με την συνοδεία άφθονης ρετσίνας. Λίγες κουβέντες με τους λιγοστούς κατοίκους και τους τρεις Θεσσαλονικιούς πεζοπόρους και επιτέλους η πολυαναμενώμενη κατάκλιση στο υπόστεγο της εκκλησίας.
2η Ημέρα
Υπέροχο ξημέρωμα κάπου στις 7.30 με βαριά συννεφιά και πριν καλά καλά ξεκινήσουμε να πίνουμε τον ελληνικό μας καφέ κάτω από τον έλατο, πιάνει βροχή και μας αναγκάζει να μπούμε στο εσωτερικό του καφενείου. Ελαφρύ πρωινό και αναχώρηση λίγο πριν τις 9 για την δεύτερη μέρα της πορείας μας. Υπέροχη η κατάβαση της αριστουργηματικής σκάλας του Βραδέτου με προορισμό το άγνωστο Καπέσοβο το οποίο και αφήνουμε στα δεξιά μας για να πιάσουμε διαδοχικά άσφαλτο, χωματόδρομο και μονοπάτι που θα μας φέρει μετά από σχεδόν 3 ώρες στο όμορφο Κουκούλι. Γευόμαστε τα τοπικά γλυκά σε συμπαθές μαγαζάκι στην πλατεία του χωριού, δίπλα στο αρχοντικό του Κώστα Λαζαρίδη. Επισκεπτόμαστε το μουσείο του Λαζαρίδη και αναχωρούμε με επόμενο στόχο τους Κήπους, το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής. Υπέροχο κατηφορικό καλντερίμι θα μας φέρει μετά από 1 ώρα στο όμορφο κεφαλοχώρι όπου και θα κάνουμε την μεγαλύτερη στάση της ημέρας. Πριν όμως δεν παραλείπουμε να κάνουμε μια παράκαμψη για να θαυμάσουμε το Καλογερικό γεφύρι, ίσως το εντυπωσιακότερο απ` όλα. Χαλαροί όσον αφορά τον χρόνο, επιστρέφουμε στους Κήπους όπου και αποφασίζουμε να γευματίσουμε σε ταβέρνα της κεντρικής πλατείας. Τρώμε όμως ελαφριά γιατί έχουμε μπροστά μας τουλάχιστον 3 ώρες ως το Δίκορφο, τον δεύτερο σταθμό της εκπληκτικής μας διάσχισης. Μια ξαφνική βροχή ματαιώνει για λίγο τα σχέδια μας, μα λίγα λεπτά αργότερα πιάνουμε τον δρόμο που οδηγεί στους Νεγάδες. Ορισμένες φορές, όταν επιχειρείς να κάνεις μια διαδρομή που έχεις στο νου για χρόνια, δεν σε ενοχλεί ακόμα και αν πρέπει να περπατήσεις την άχαρη άσφαλτο για τρία περίπου χλμ. Αφήνουμε τον δρόμο και πιάνουμε χωματόδρομο στα δεξιά που οδηγεί σε υπέροχο μονοπάτι που βαδίζει παράλληλα με το ρέμα της Ντόβρης περνώντας μάλιστα από δύο χαμένα από την βλάστηση γεφύρια. Το μονοπάτι έχει ελάχιστα κόκκινα σημάδια και αρκετά πυκνή βλάστηση. Βγαίνοντας από το ρέμα πιάνουμε χωματόδρομο και αφού προσπεράσουμε δύο ξωκλήσια, του Πρ. Ηλία και της Παναγίας, και αφού θαυμάσουμε την θέα προς ολόκληρο το συγκρότημα της Γκαμήλας, βγαίνουμε στην άσφαλτο που οδηγεί στο Δίκορφο. Ευτυχώς όμως αποφεύγουμε να κάνουμε τα εναπομείναντα τρία χλμ για το χωριό, γιατί η τυχαία συνάντηση μας με τον εκπαιδευτή ορειβασίας και κάτοικο πλέον της περιοχής Δημήτρη Μπουραζάνη, θα θεωρηθεί σωτήρια. Μας δείχνει ένα μικρό και άγνωστο μονοπάτι που αφού μας κατεβάσει σε μια ρεματιά, θα μας φέρει πολύ πιο γρήγορα στην αρχή του χωριού. Προσοχή όμως, αποφύγετε το φανερό μονοπάτι που φεύγει αριστερά, γιατί μετά από λίγα μέτρα χάνεται. Το σωστό είναι λίγα μέτρα μετά και πάλι αριστερά του δρόμου. Το καθαρό περπάτημα με ελάχιστες στάσεις είναι το πολύ 8 ώρες. Εμείς κάναμε 11 λόγω των επισκέψεων μας σε μουσεία, γεφύρια και διάφορα μαγαζάκια για καφέ, γλυκά και φαγητό. Απλωνόμαστε στο υπέροχο ταβερνάκι του Δημήτρη και της κοπέλας του Πάτυς, που είχαμε γνωρίσει τυχαία το μεσημέρι στους Κήπους. Τσιπουράκι και διάφοροι μεζέδες για την συνέχεια με παρέα τα παιδιά για να κλείσει έτσι υπέροχα και η δεύτερη μέρα μας. Ο πολύ καλός Δημήτρης, που είναι η ψυχή του τόπου αυτού, μας ανοίγει το σχολείο του χωριού που πλέον είναι μουσείο, για να κοιμηθούμε, αν και μια καλή λύση είναι και εδώ το χαγιάτι της εκκλησίας, ακριβώς απέναντι από το σχολείο.
Υπέροχο ξημέρωμα κάπου στις 7.30 με βαριά συννεφιά και πριν καλά καλά ξεκινήσουμε να πίνουμε τον ελληνικό μας καφέ κάτω από τον έλατο, πιάνει βροχή και μας αναγκάζει να μπούμε στο εσωτερικό του καφενείου. Ελαφρύ πρωινό και αναχώρηση λίγο πριν τις 9 για την δεύτερη μέρα της πορείας μας. Υπέροχη η κατάβαση της αριστουργηματικής σκάλας του Βραδέτου με προορισμό το άγνωστο Καπέσοβο το οποίο και αφήνουμε στα δεξιά μας για να πιάσουμε διαδοχικά άσφαλτο, χωματόδρομο και μονοπάτι που θα μας φέρει μετά από σχεδόν 3 ώρες στο όμορφο Κουκούλι. Γευόμαστε τα τοπικά γλυκά σε συμπαθές μαγαζάκι στην πλατεία του χωριού, δίπλα στο αρχοντικό του Κώστα Λαζαρίδη. Επισκεπτόμαστε το μουσείο του Λαζαρίδη και αναχωρούμε με επόμενο στόχο τους Κήπους, το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής. Υπέροχο κατηφορικό καλντερίμι θα μας φέρει μετά από 1 ώρα στο όμορφο κεφαλοχώρι όπου και θα κάνουμε την μεγαλύτερη στάση της ημέρας. Πριν όμως δεν παραλείπουμε να κάνουμε μια παράκαμψη για να θαυμάσουμε το Καλογερικό γεφύρι, ίσως το εντυπωσιακότερο απ` όλα. Χαλαροί όσον αφορά τον χρόνο, επιστρέφουμε στους Κήπους όπου και αποφασίζουμε να γευματίσουμε σε ταβέρνα της κεντρικής πλατείας. Τρώμε όμως ελαφριά γιατί έχουμε μπροστά μας τουλάχιστον 3 ώρες ως το Δίκορφο, τον δεύτερο σταθμό της εκπληκτικής μας διάσχισης. Μια ξαφνική βροχή ματαιώνει για λίγο τα σχέδια μας, μα λίγα λεπτά αργότερα πιάνουμε τον δρόμο που οδηγεί στους Νεγάδες. Ορισμένες φορές, όταν επιχειρείς να κάνεις μια διαδρομή που έχεις στο νου για χρόνια, δεν σε ενοχλεί ακόμα και αν πρέπει να περπατήσεις την άχαρη άσφαλτο για τρία περίπου χλμ. Αφήνουμε τον δρόμο και πιάνουμε χωματόδρομο στα δεξιά που οδηγεί σε υπέροχο μονοπάτι που βαδίζει παράλληλα με το ρέμα της Ντόβρης περνώντας μάλιστα από δύο χαμένα από την βλάστηση γεφύρια. Το μονοπάτι έχει ελάχιστα κόκκινα σημάδια και αρκετά πυκνή βλάστηση. Βγαίνοντας από το ρέμα πιάνουμε χωματόδρομο και αφού προσπεράσουμε δύο ξωκλήσια, του Πρ. Ηλία και της Παναγίας, και αφού θαυμάσουμε την θέα προς ολόκληρο το συγκρότημα της Γκαμήλας, βγαίνουμε στην άσφαλτο που οδηγεί στο Δίκορφο. Ευτυχώς όμως αποφεύγουμε να κάνουμε τα εναπομείναντα τρία χλμ για το χωριό, γιατί η τυχαία συνάντηση μας με τον εκπαιδευτή ορειβασίας και κάτοικο πλέον της περιοχής Δημήτρη Μπουραζάνη, θα θεωρηθεί σωτήρια. Μας δείχνει ένα μικρό και άγνωστο μονοπάτι που αφού μας κατεβάσει σε μια ρεματιά, θα μας φέρει πολύ πιο γρήγορα στην αρχή του χωριού. Προσοχή όμως, αποφύγετε το φανερό μονοπάτι που φεύγει αριστερά, γιατί μετά από λίγα μέτρα χάνεται. Το σωστό είναι λίγα μέτρα μετά και πάλι αριστερά του δρόμου. Το καθαρό περπάτημα με ελάχιστες στάσεις είναι το πολύ 8 ώρες. Εμείς κάναμε 11 λόγω των επισκέψεων μας σε μουσεία, γεφύρια και διάφορα μαγαζάκια για καφέ, γλυκά και φαγητό. Απλωνόμαστε στο υπέροχο ταβερνάκι του Δημήτρη και της κοπέλας του Πάτυς, που είχαμε γνωρίσει τυχαία το μεσημέρι στους Κήπους. Τσιπουράκι και διάφοροι μεζέδες για την συνέχεια με παρέα τα παιδιά για να κλείσει έτσι υπέροχα και η δεύτερη μέρα μας. Ο πολύ καλός Δημήτρης, που είναι η ψυχή του τόπου αυτού, μας ανοίγει το σχολείο του χωριού που πλέον είναι μουσείο, για να κοιμηθούμε, αν και μια καλή λύση είναι και εδώ το χαγιάτι της εκκλησίας, ακριβώς απέναντι από το σχολείο.
3η Ημέρα
Το πρωί μας βρίσκει αρκετά νωρίς όρθιους γιατί η σημερινή μας πορεία κινείται σε παντελώς άγνωστα μέρη, είναι μεγάλη και φυσικά τα περιθώρια θα στενεύουν ώρα με την ώρα γιατί έχουμε εισιτήρια του ΚΤΕΛ για τις 19.30. Στις 7 το πρωί είμαστε ήδη έξω από το χωριό, όπου με την καθοδήγηση του Δημήτρη, παίρνουμε χωματόδρομο προς τα νότια και λίγο μετά, ένα παρακλάδι αυτού που με έντονη κλίση θα μας βγάλει, μία ώρα και κάτι μετά, στη κορυφογραμμή του Μιτσικελίου. Μικρή στάση για κολατσιό και συνεχίζουμε πότε πάνω στην κορυφογραμμή και πότε στον χωματόδρομο πλάι σ` αυτήν, που δυστυχώς αλλοιώνει την όποια ομορφιά του καταπράσινου τοπίου. Η θέα πια απλώνεται ως τον Σμόλικα, το Περιστέρι, τα Τζουμέρκα, τον Τόμαρο και φυσικά ακριβώς στα πόδια μας, η πόλη των Ιωαννίνων με την υπέροχη λίμνη τους και το νησάκι της κυρα-Φροσύνης που μοιάζει ψεύτικο. Αποφασίζουμε να μην κατέβουμε στα χαμηλά όπου υπάρχει και μονοπάτι που διασχίζει το οροπέδιο της Αγ. Παρασκευής στα 1350μ., αλλά να μείνουμε κοντά στην κορυφογραμμή, περίπου στα 1600μ. Μετά από 4 ώρες σε όχι και τόσο ομαλό τοπίο, με τραβέρσες και μικρές ανηφορο-κατηφόρες, ξεκινάμε την σταδιακή κατάβαση μας προς την άσφαλτο!! που δυστυχώς, όχι μόνο φτάνει μέχρι το καταφύγιο του βουνού, αλλά συνεχίζει και πιο ψηλά, χωρίς φυσικά λόγο. Η δροσιά των δύο προηγούμενων ημερών έχει δώσει την θέση της στην αφόρητη ζέστη, που εδώ πάνω γίνεται χειρότερη λόγω της άπνοιας, της έλλειψης δέντρων και της παρουσίας εκατοντάδων ενοχλητικών μυγών που μας ακολουθούν για αρκετές ώρες! Λίγη ώρα μετά, φτάνουμε σε μεγάλη πηγή-ποτίστρα πάνω ακριβώς από το καταφύγιο, όπου και θα μας χαρίσει τις πρώτες στιγμές δροσιάς και ανακούφισης της ημέρας. Η άσχημη μυρωδιά από τις σβουνιές των αγελάδων μας αναγκάζει να κάνουμε την τελευταία στάση έξω από το κλειστό βέβαια καταφύγιο και όχι πλάι στην πηγή. Και ενώ πιστεύουμε ότι όλα έχουν τελειώσει, χάνουμε το μονοπάτι που σε 1.30 ώρα θα μας κατέβαζε λίγο πριν τις Λιγγιάδες, μπλέκοντας σε πλαγιά έντονης κλίσης, με σάρες, πουρνάρια και την αφόρητη μεσημεριανή ζέστη κατακέφαλα.
Τελικά αρκετά ταλαιπωρημένοι μα απόλυτα ικανοποιημένοι και συνάμα λυτρωμένοι, προσγειωνόμαστε στην άσφαλτο, περίπου 500μ πριν το χωριό Λιγγιάδες. Αντί όμως να καλέσουμε ταξί για την πόλη, επιλέγουμε το κερασάκι σ` αυτήν την υπέροχη τούρτα, ένα ξεχασμένο μονοπάτι που κατεβαίνει μια ρηχή ρεματιά και φτάνει ως το προάστιο των Ιωαννίνων, την Αμφιθέα. Περίπου 9 ώρες ήταν η πορεία της τρίτης μέρας, με μόνο δύο ολιγόλεπτες στάσεις.
Είμαστε πλέον ελάχιστα χλμ από το κέντρο, πρώτο μας μέλημα μόλις φτάνουμε εκεί είναι να τσεκάρουμε τα εισιτήρια, να φορέσουμε στεγνά και καθαρά ρούχα και να απολαύσουμε τον δροσερότερο φραπέ της ζωής μας, ως τον επόμενο βέβαια!! Ξημερώματα πλέον, στα ΚΤΕΛ του Κηφισού, πέφτει η αυλαία σε μια από τις καλύτερες `παραστάσεις` της ορειβατικής μας ζωής. Για μένα η διαδρομή αυτή, λόγω και των αναβολών, είχε πάρει διαστάσεις μυθικές. Θεωρώ δε, ότι είναι ίσως η καλύτερη διάσχιση που έχω κάνει ως τώρα, εύκολα συγκρινόμενη με αυτές των Άλπεων ή ακόμα και του Νεπάλ. Ραντεβού λοιπόν, σε μερικούς μήνες, πάλι στην ίδια περιοχή για μια άλλη, διαφορετική διάσχιση…
Το πρωί μας βρίσκει αρκετά νωρίς όρθιους γιατί η σημερινή μας πορεία κινείται σε παντελώς άγνωστα μέρη, είναι μεγάλη και φυσικά τα περιθώρια θα στενεύουν ώρα με την ώρα γιατί έχουμε εισιτήρια του ΚΤΕΛ για τις 19.30. Στις 7 το πρωί είμαστε ήδη έξω από το χωριό, όπου με την καθοδήγηση του Δημήτρη, παίρνουμε χωματόδρομο προς τα νότια και λίγο μετά, ένα παρακλάδι αυτού που με έντονη κλίση θα μας βγάλει, μία ώρα και κάτι μετά, στη κορυφογραμμή του Μιτσικελίου. Μικρή στάση για κολατσιό και συνεχίζουμε πότε πάνω στην κορυφογραμμή και πότε στον χωματόδρομο πλάι σ` αυτήν, που δυστυχώς αλλοιώνει την όποια ομορφιά του καταπράσινου τοπίου. Η θέα πια απλώνεται ως τον Σμόλικα, το Περιστέρι, τα Τζουμέρκα, τον Τόμαρο και φυσικά ακριβώς στα πόδια μας, η πόλη των Ιωαννίνων με την υπέροχη λίμνη τους και το νησάκι της κυρα-Φροσύνης που μοιάζει ψεύτικο. Αποφασίζουμε να μην κατέβουμε στα χαμηλά όπου υπάρχει και μονοπάτι που διασχίζει το οροπέδιο της Αγ. Παρασκευής στα 1350μ., αλλά να μείνουμε κοντά στην κορυφογραμμή, περίπου στα 1600μ. Μετά από 4 ώρες σε όχι και τόσο ομαλό τοπίο, με τραβέρσες και μικρές ανηφορο-κατηφόρες, ξεκινάμε την σταδιακή κατάβαση μας προς την άσφαλτο!! που δυστυχώς, όχι μόνο φτάνει μέχρι το καταφύγιο του βουνού, αλλά συνεχίζει και πιο ψηλά, χωρίς φυσικά λόγο. Η δροσιά των δύο προηγούμενων ημερών έχει δώσει την θέση της στην αφόρητη ζέστη, που εδώ πάνω γίνεται χειρότερη λόγω της άπνοιας, της έλλειψης δέντρων και της παρουσίας εκατοντάδων ενοχλητικών μυγών που μας ακολουθούν για αρκετές ώρες! Λίγη ώρα μετά, φτάνουμε σε μεγάλη πηγή-ποτίστρα πάνω ακριβώς από το καταφύγιο, όπου και θα μας χαρίσει τις πρώτες στιγμές δροσιάς και ανακούφισης της ημέρας. Η άσχημη μυρωδιά από τις σβουνιές των αγελάδων μας αναγκάζει να κάνουμε την τελευταία στάση έξω από το κλειστό βέβαια καταφύγιο και όχι πλάι στην πηγή. Και ενώ πιστεύουμε ότι όλα έχουν τελειώσει, χάνουμε το μονοπάτι που σε 1.30 ώρα θα μας κατέβαζε λίγο πριν τις Λιγγιάδες, μπλέκοντας σε πλαγιά έντονης κλίσης, με σάρες, πουρνάρια και την αφόρητη μεσημεριανή ζέστη κατακέφαλα.
Τελικά αρκετά ταλαιπωρημένοι μα απόλυτα ικανοποιημένοι και συνάμα λυτρωμένοι, προσγειωνόμαστε στην άσφαλτο, περίπου 500μ πριν το χωριό Λιγγιάδες. Αντί όμως να καλέσουμε ταξί για την πόλη, επιλέγουμε το κερασάκι σ` αυτήν την υπέροχη τούρτα, ένα ξεχασμένο μονοπάτι που κατεβαίνει μια ρηχή ρεματιά και φτάνει ως το προάστιο των Ιωαννίνων, την Αμφιθέα. Περίπου 9 ώρες ήταν η πορεία της τρίτης μέρας, με μόνο δύο ολιγόλεπτες στάσεις.
Είμαστε πλέον ελάχιστα χλμ από το κέντρο, πρώτο μας μέλημα μόλις φτάνουμε εκεί είναι να τσεκάρουμε τα εισιτήρια, να φορέσουμε στεγνά και καθαρά ρούχα και να απολαύσουμε τον δροσερότερο φραπέ της ζωής μας, ως τον επόμενο βέβαια!! Ξημερώματα πλέον, στα ΚΤΕΛ του Κηφισού, πέφτει η αυλαία σε μια από τις καλύτερες `παραστάσεις` της ορειβατικής μας ζωής. Για μένα η διαδρομή αυτή, λόγω και των αναβολών, είχε πάρει διαστάσεις μυθικές. Θεωρώ δε, ότι είναι ίσως η καλύτερη διάσχιση που έχω κάνει ως τώρα, εύκολα συγκρινόμενη με αυτές των Άλπεων ή ακόμα και του Νεπάλ. Ραντεβού λοιπόν, σε μερικούς μήνες, πάλι στην ίδια περιοχή για μια άλλη, διαφορετική διάσχιση…
1 σχόλιο:
ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ Η ΕΞΟΡΜΗΣΗ ΣΑΣ ΦΙΛΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΝΟΙΩΣΑ ΛΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΕΧΩ ΚΑΙ ΕΓΩ.ΠΑΝΕΜΟΡΦΑ ΤΑ ΜΕΡΗ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΤΕ .
Δημοσίευση σχολίου